2013/10/25

αλληγορία με δυσερμήνευτους υπότιτλους




Τα φώτα γύριζαν μαζί με τ’άλογα και χάραζαν λευκές γραμμές στη νύχτα. Ελαφρά ανήσυχος και γεμάτος απειλητική νοσταλγία απομακρύνθηκα από το καρουζέλ και στάθηκα να χαζέψω το σόου στον πεζόδρομο.
            Η μαϊμού ήταν ντυμμένη στα γαλάζια, φορώντας παιδικές πυτζάμες. Ο άντρας την είχε δεμένη κι όπως η μαϊμού έτρεχε προς το συγκεντρωμένο πλήθος, τραβούσε με δύναμη και το ζώο τιναζόταν στην άλλη μεριά μ’οδυνηρή ταχύτητα. Η μαϊμού φορούσε μάσκα, μια γύψινη κάσκα που κάλυπτε όλο το κεφάλι της και που για πρόσωπο είχε το πρόσωπο ενός παιδιού· στα πόδια είχε τροχοπέδιλα κι όπως ο άντρας τραβούσε το λουρί που της είχε δέσει στο λαιμό, εκείνη έτρεχε και τσούλαγε και σερνόταν τρομάζοντας τους παρεβρισκόμενους. Το παράδοξο τούτο τελετουργικό είχε μουσική υπόκρουση: ένα σκεβρωμένο πλάσμα – αδύνατο να διακρίνω αν ήταν άντρας ή γυναίκα – καλυμένο με κουρελιασμένα ρούχα έπαιζε ένα ξυλόφωνο, ή μάλλον βαστούσε ρυθμό σε μια μεταλλική πλάκα που έμοιαζε με ξυλόφωνο.
            Στεκόμασταν όλοι ένα γύρο, κάποιοι όρθιοι, κάποιοι σε βαθύ κάθισμα και κοιτάζαμε το υβρίδιο με το παιδικό πρόσωπο να εκσφενδονίζεται πέρα δώθε και να βγάζει διαπεραστικές κραυγές. Το πιθηκοειδές πλησίαζε γρήγορα κάποιον θεατή, κι όπως εκείνος αθέλητα τραβιόταν προς τα πίσω, τ’αφεντικό του ζώου τραβούσε τη λουρίδα και κείνο βρισκόταν τιναγμένο στη άλλη πλευρά, σχεδόν αγγίζοντας κάποιο παιδί που τρομαγμένο, κρυβόταν στην αγκαλιά των γονιών του. Γύρω γύρω έτρεχε και τσουλούσε και σερνόταν, σα χαλασμένη κούκλα ή σαν απολιθωμένο έμβρυο· η μονότονη μουσική συνόδευε την υπνωτική επίδειξη.
            Μαγνητισμένος από το γκροτέσκο κουκλοθέατρο, ήμουν καρφωμένος στη θέση μου. Περίμενα το μεσαιωνικό παιγνίδι να καταλήξει κάπου, αλλά η παράσταση δεν τέλειωνε και δεν οδηγούσε πουθενά. Το ζώο συνέχισε να πατινάρει, με την παιδική μάσκα του να φτάνει εκατοστά από τα πρόσωπά μας. Η αυλαία αργούσε να πέσει κι οι θεατές άρχισαν να αραιώνουν. Στο τέλος έφυγα κι εγώ, γεμάτος ντροπή κι ένοχη ευχαρίστηση.


2013/10/24

Surabaya Zoo B




Μια παράδοξη, πολυόροφη οικοδομή υψώνεται στη μέση του κήπου. Το γυμνό σαράβαλο δεν έχει εξωτερικούς τοίχους. Όπως στέκεται γερασμένο στη μεσημβρινή εγκατάλειψη, μοιάζει σα να σχεδιάστηκε από χαλασμένο αρχιτέκτονα με σχιζοειδείς τάσεις, συνδυάζοντας αποθήκες, παρατηρητήρια και παλιούς ναούς. Οι τσιμεντένιες σκάλες σε αντικριστές πλευρές οδηγούν σε τέσσερα ορθογώνια επίπεδα που σταδιακά μικραίνουν, αποτίοντας φόρο τιμής σε μεσαμερικάνικα ζιγκουράτ. Οι γκρίζες δωρικές κολώνες του ισογείου είναι διακοσμημένες με τ’ανάγλυφα διαφόρων ζώων: είδα καρχαρίες, δεινόσαυρους, κοάλα και άλογα.


Ο πρώτος όροφος μοιάζει να εκκενώθηκε απότομα. Ο μικρός παιδότοπος δεν έχει παιδιά. Οι τραμπάλες, οι τσουλήθρες και τα τραμπολίνα σαπίζουν μόνα κι άχρηστα. Οι κολώνες φέρουν σχέδια από χλωμούς κοκοφοίνικες και θυμίζουν τίκι μπαρ δίχως πολλές φιλοδοξίες. Τα καθίσματα στο κυκλικό καρουζέλ βρίσκονται πάνω σε πλαστικές φώκιες και πλαστικούς ελέφαντες. Ο χαμογελαστός Ντόναλντ Ντακ έχει τεντωμένη πλάτη και καπούλια στον αέρα, υπαινισσόμενος παράξενες διαστροφές.



Ανεβαίνοντας στο δεύτερο πάτωμα δε βρήκα παρά γυμνό τσιμέντο, λασπωμένα νερά και ξεφτισμένες κολώνες με γκραφίτι. Τούτο το επίπεδο είναι αρκούντως υψηλό και μπορεί κανείς να διακρίνει όχι μόνο τα χρωματιστά κτίρια στο κέντρο της πόλης, αλλά κοιτάζοντας κάτω,  το γεωμετρικά ασύνταχτο σχεδιασμό του ζωολογικού κήπου: ποταμάκια οδηγούν σε νησίδες με ξεραμένα δέντρα· πέτρινοι τοίχοι κι εκτεθειμένες σκάλες που τερματίζουν στον αέρα, θυμίζουν το βομβαρδισμένο Βερολίνο του 1945. Μου είναι αδύνατο να αποφασίσω εαν όλα αυτά τα ξεντεριασμένα πτώματα, καλυμμένα πλέον με λειχήνες και ξεφλουδισμένες μπογιές, προορίζονταν για τα ζώα ή προς διασκέδαση των διαταραγμένων τέκνων μιας χαμένης φυλής.



Το γκραφίτι αποθρασύνεται στα ψηλώτερα πατώματα· οι χυδαιότητες, τα ονόματα, οι ημερομηνίες και οι διακηρύξεις αιώνιας αγάπης καλύπτουν τα δυο τρίτα της κάθε κολώνας. Σε μια απ’αυτές, όσο ψηλά φτάνει ένα τεντωμένο χέρι, κάποιος έχει γράψει ΑΝΤΑRTIKA. Έψαξα και γι άλλες ενδιαφέρουσες επιγραφές, αλλά δε βρήκα. Τα μικρά τσιμεντένια κουβούκλια κάτω από τις σκάλες ήσαν κάποτε εκδοτήρια εισητηρίων. Τα παράθυρα είναι καλυμένα από συρμάτινα πλέγματα, αλλά στη βάση τους, διακρίνονται ακόμη τα ημικυκλικά ανοίγματα, πάνω σε στενές ξύλινες σανίδες. Σε μερικά δωμάτια οι πόρτες λείπουν και στο εσωτερικό έχουν σχηματιστεί λόφοι από σκουπίδια που σαπίζουν. Κάποια άλλα είναι ασφαλισμένα μ’αλυσίδες. Τα σύρματα έχουν ξηλωθεί από μερικά απ’τα τετράγωνα, τσιμεντένια ανοίγματα.



Στο κέντρο της ταράτσας βρήκα ένα μοναχικό κιόσκι. Τέσσερεις κολώνες υποστήριζαν μια τριγωνική στέγη, που παρωδούσε κάποια παραδοσιακή αρχιτεχτονική που μου διέφευγε. Στάθηκα στην άκρη και κοίταξα ακριβώς κάτω μου, τις πολύχρωμες βαρκούλες και τους γονδολιέρηδες που κάπνιζαν αδιάφορα. Αλλά είχα πια καθυστερήσει ανεπίτρεπτα. 


Κοντά στην έξοδο του ζωολογικού κήπου βρήκα τους Δράκους του Κομόντο. Ήσαν περίπου δώδεκα με δεκαπέντε και κινούνταν αργά κάτω απ’τον ήλιο. Μερικοί μαράζωναν πάνω σε πέτρινα ταψιά και σπάνια σήκωναν τα κεφάλια τους. Ήσαν όλοι τους πανομοιότυποι, απωθητικοί κι ασύλληπτα ξένοι κι αρχαίοι. Τα κεφάλια και τα πόδια του ήσαν γκριζόμαυρα και εμφανέστερα πιο σκοτεινά από τις πλάτες και τις ουρές τους που μου φάνηκαν καφεκίτρινες. Ως αποτέλεσμα, έμοιζαν συναρμολογημένοι κι αυτή η εντύπωση πολλαπλασιαζόταν από τις φολίδες που κάλυπταν το πλαδαρό και διπλωμένο δέρμα τους. Σκέφτηκα πως ανήκαν σε κάποια άλλη εποχή, πως είχαν αναμνήσεις από τη νεότητα του κόσμου. Σαν τους πιγκουίνους στο ζωολογικό κήπο της Σινγκαπούρης, στέκονταν ή παρήλαυναν σε περίεργους σχηματισμούς, ακολουθώντας προανθρώπινες συμμετρίες. Δεν είχαν απολύτως τίποτα ελκυστικό ή οικείο. Συνειδητοποίησα πόσο παράξενο ήταν που το είδος μου δεν τους είχε εξολοθρεύσει. Τους κοίταξα για μια τελευταία φορά – δυο δράκοι ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στις πλάτες δυο άλλων, φτιάχνοντας με τα κορμιά τους ΧΧ – και βγήκα στους ανθρώπινους δρόμους.


2013/10/23

Surabaya Zoo A




Λέγεται πως τα ζώα υποφέρουν, πως οι φύλακες πουλάνε το κρέας που προορίζεται για τα σαρκοφάγα στη μαύρη αγορά προκειμένου να συμπληρώσουν το πενιχρό τους εισόδημα. Διάφορα άρθρα υποστηρίζουν ότι τα κλουβιά είναι μικρά και βρώμικα και πως γενικά το επίπεδο διαβίωσης είναι τραγικό. Η τιμή του εισητηρίου είναι απίστευτα χαμηλή κι ως εκτούτου, κανείς δεν αναμένει σοβαρή συντήρηση. Πολλά ζώα έχουν ψοφήσει κι η μεγαλόπρεπη τίγρη της Βεγγάλης ξέφυγε του θανάτου από υποσιτισμό την έσχατη στιγμή. Ανακάλυψα πως όλες αυτές οι δηλώσεις εμπεριέχουν μια δόση αλήθειας και σαφώς το μέρος δεν προτείνεται στους φιλόζωους ή γενικά σε όσους έχουν ευαισθησίες τέτοιου τύπου. Ο ζωολογικός κήπος στη Σουραμπάγια θυμίζει εκ περιτροπής στρατόπεδο συγκέντρωσης.


Πέρασα την είσοδο και περιπλανήθηκα δεξιόστροφα. Ήταν νωρίς το πρωί κι ο κήπος είχε μόλις ανοίξει. Η βροχόπτωση κι η υγρασία έκαναν τα πάντα να φαντάζουν σκουριασμένα, υγρά και λασπωμένα. Κοντά στις κλούβες των πουλιών, ένα μικρό λούνα παρκ είχε στηθεί κάτω από ένα υπόστεγο: καρουζέλ κι αλογάκια με διαστημικά θέματα. Αλλά οι γκισέδες ήσαν κλειστοί και παρατημένοι και τα ξύλινα ζώα έμοιζαν ξεπλυμένα και γεμάτα θλίψη, καθώς στέκονταν παλουκωμένα κι ακίνητα σε μεταλικούς σωλήνες. Δίπλα, τα πραγματικά ζώα ήσαν στοιβαγμένα σε τιγκαρισμένα κλουβιά, αλλά διάφορες γαλοπούλες κι αγριόπαπιες τριγύριζαν στα μονοπάτια και δίπλα στους θάμνους. Θυμάμαι δεξαμενές γεμάτες βαλτωμένο, πρασινωπό νερό· ένα σμήνος από οργισμένα κουνούπια βούιζε στο ύψος του προσώπου μου. Οι νερόλακκοι έκρυβαν λίγα χλωμά ψάρια.


Μέσα σε ένα από τα μικρότερα κλουβιά είδα μια μαύρη γάτα Περσίας. Δε φημίζομαι για τις ταξινομικές μου ικανότητες, αλλά στα σίγουρα δεν πρόκειτο για συνηθισμένη γάτα και σε κάθε περίπτωση το θέαμα ήταν θλιβερό. Δίπλα, τα μακρύτερα κλουβιά στέγαζαν ιγκουάνα και διάφορα ερπετοειδή τέτοιου τύπου, που στέκονταν αδιάφορα κι ακίνητα. Οι φολιδωτές σαύρες φαίνονταν αρχαίες, με δέρμα πλαδαρό και διπλωμένο στα μακριά κορμιά τους. Τα μάτια τους κοίταζαν πέρα απ’τα κάγκελα, παλιά, ακίνητα και ξένα. Είδα ακόμα τροπικά και παραδείσια πουλιά, τουκάν και παπαπάγους, με πολύχρωμο φτέρωμα και πελώρια ματωμένα και κίτρινα ράμφη.  Δύσκολα κανείς δικαιολογεί μια τέτοια αιχμαλωσία, που δε μοιάζει να γίνεται με αναπαραγωγικούς στόχους, ή για περιβαλλοντική συντήρηση ή έστω για ιατρικούς πειραματισμούς. Μπορεί να σφάλλω, άλλα όλα τούτα τα άτυχα κτήνη μου φάνηκαν άσκοπα φυλακισμένα σε άσχημες συνθήκες.


Η λιμνούλα με τις θαλάσσιες χελώνες είχε ξεχυλίσει – τα αρχέγονα ερπετά είχαν στοιβαχτεί σωρηδόν. Λίγες οικογένειες είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα μικρά παιδιά έγλυφαν τα παγωτά τους δίχως ενδιαφέρον. Το ιχθυοτροφείο ήταν ένα στενόμακρο και σαράβαλο κτίριο, με την κίτρινη μπογιά να ξεφτίζει στους έξω τοίχους. Στο εσωτερικό του, γυάλινα ενυδρεία πλαισίωναν το μακρύ θάλαμο κι ο χώρος βρώμαγε ούρα και μούχλα. Τα ραγισμένα πλακάκια στο δάπεδο ήσαν υγρά και λεκιασμένα· οι χλωμοί τοίχοι γυμνοί και δίχως χρώμα. Το κακοφωτισμένο και κλειστοφοβικό χτίσμα ανακαλούσε άσχημα όνειρα κι αφού έκρινα πως είχα επαρκώς αργοπορήσει, κινήθηκα προς τη χαμηλή περίφραξη και τους τρεις κροκόδειλους. Ημιβυθισμένοι στο θολό νερό και τέλεια παράλληλοι, ακουμπούσαν τα σαγόνια τους στην πέτρινη ακτή.



Πέρα από διάφορα παραπήγματα και βοηθητικά χτίρια, ανακάλυψα ένα χαμηλό υπόστεγο, στηριζόμενο σε αχνοπράσινες κολώνες. Στ’ αριστερά μου πρόσεξα μια υπερυψωμένη βιτρίνα, με το σκελετό ενός μεγάλου ερπετού ή αμφιβίου. Την παρέκαμψα και μπήκα στο κυκλικό διόραμα και περπάτησα αργά δίπλα στα βαλσαμωμένα πουλιά και ζώα. Ο θάλαμος ήταν σκοτεινός και μια δυσάρεστη μυρωδιά κρεμόταν στα βρώμικα τζάμια και τους υγρούς τοίχους.  Προχώρησα στη μελανή σήραγγα και παρατήρησα πόσο ζωντανά έμοιζαν τα ταριχευμένα ζώα, με τα στόματά τους ανοιγμένα σε ατέλειωτες κραυγές, τις τρίχες τους σηκωμένες και τα σα βόλους μάτια τους νεκρά να κοιτάζουν ακόμα. Βγαίνοντας, πέρασα στην απέναντι μεριά και γλύστρισα μέσα σ’άλλον ένα στενό και κυκλικό θάλαμο, το νυχτόραμα, που ήταν σκοτεινότερο, υγρότερο και γεμάτο έμβιους φύλακες – κουκουβάγιες με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι και νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα. Η μυρωδιά εδώ ήταν πιο βαθιά, πιο μαύρη. Ένα άρρωστο υποκίτρινο φώς έπεφτε πάνω σε λίγες επιγραφές, κάτω από γυμνά καλώδια και σπασμένους διακόπτες. Ήμουν μόνος και τη βαριά σιωπή διέκοπτε ο χαμηλός βόμβος από μικρές κι αδύναμες λάμπες. Στάθηκα για λίγο ακόμα, μια σκιά ανάμεσα σε άλλες βρεμένες σκιές, κι ύστερα βγήκα στο εκτυφλωτικό, τροπικό φως.



Μια μαύρη αρκούδα καθόταν πάνω σε έναν τσιμεντένιο στύλο, σαν ερημίτης μάλλον, παρά σαν αιχμάλωτος. Έμοιαζε μικρής ηλικίας, αλλά χωρίς ζωτικότητα – σκεβρωμένη, ληθαργική, παραιτημένη. Λίγα μέτρα παραπέρα βρήκα μια ομάδα μαϊμούδες να κρέμονται και να πηδούν από σκοινιά δεμένα σε δέντρα και κολώνες. Και σταδιακά τα πράματα άρχισαν να χάνουν τους συνεχτικούς αρμούς τους και το μυαλό μου άρχισε να πέφτει σε πηχτούς και δύσκολους συνειρμούς. Ένας σκελετός καμηλοπάρδαλης είχε στηθεί κι έμοιζε εξίσου πλαστικός και κοκκάλινος. Ο αλιγάτορας δίπλα στη ρηχή και ρυπαρή πισίνα του είχε ανοίξει το στόμα του και τα σαγόνια ήσαν σαν τεντωμένα με σύρματα. Σε δυο ή τρεις ξέχωρους, περιφραγμένους σταύλους, οι ελέφαντες αργοπέθαιναν. Τα μικρά ήσαν αλυσοδεμένα και  στέκονταν μίζερα μπροστά σε τοίχους με ζωγραφισμένα δέντρα. Οι μεγαλύτεροι ελέφαντες ήσαν σταυλισμένοι – ευνουχισμένοι χαυλιόδοντες πρόβαλαν από τους τσίγκους – κι ένας τεράστιος αρσενικός χτύπαγε με την προβοσκίδα του το μεταλλικό διαχωριστικό, τρελαμένος από οργισμένη πείνα. Κάθε χτύπος της βαριάς σάρκας στο μέταλλο, αντηχούσε στον ακίνητο αέρα λίγο πριν το μεσημέρι. Τα θηλυκά ήσαν ανήσυχα. Δυο ή τρεις μικρότεροι ελέφαντες κινούνταν υποτονικά πάνω στις λάσπες, τσαλαπατώντας το αραιό χόρτο και τα περιττώματά τους.



Ελάφια, βόδια, καμήλες κι ανώνυμα μαρσιποφόρα έλιωναν πίσω από φράχτες. Πέρασα μια γριά που πουλούσε νερομπίστολα και πλαστικά για μπουρμπουλήθρες και κοίταξα στο κέντρο της περίφραξης την τίγρη. Ήταν νωχελικά μπρούμυτα αραγμένη σε έναν κομμένο κορμό, απλωμένο οριζόντια και στηριγμένο σε δυο μεγάλους βράχους. Το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο και τα μάτια της καρφωμένα στο στενό κι αναξιόπρεπο βάθρο. Το ζώο δεν έβγαζε ήχο όπως αναπαυόταν εξαντλημένο ή ίσως  να συντηρούσε την ενέργειά του, υπομονετικά περιμένοντας μια έκρηξη οργής και ζωτικότητας που δε θα ερχόταν ποτέ. Μάζεψα την άχρηστη ματιά μου και συνέχισα το δρόμο μου.


2013/10/17

Ο Οίκος του Σαμπούρνα, Σουραμπάγια, Ιάβα




Στα θεμέλια του Οίκου βρίσκεται η ιστορία του Λιμ Σενγκ Τε, του ορφανού αγοριού που αγόρασε το ορφανοτροφείο. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο πατέρας του Λιμ Σενγκ άφησε πίσω του την Κίνα και ταξίδεψε κατά νότου με το γιο και την κόρη του. Αφήνοντας το κορίτσι ν’ανατραφεί από φίλους στη Σιγκαπούρη, πατέρας και γιος κατέληξαν στην Ανατολική Ιάβα. Σύντομα, ο πατέρας αρρώστησε και πέθανε· τη φροντίδα του αγοριού ανέλαβε μια κινέζικη οικογένεια στο Μποτζονεγκόρο. Για χρόνια δούλεψε άγρια, εκ περιτροπής άστεγος, πουλώντας φαγητό σε τραίνα και αργότερα, αφού εξοικονόμησε αρκετά χρηματα για ν’αγοράσει ποδήλατο, πουλώντας κάρβουνο στους δρόμους της Σουραμπάγιας. Μετά το γάμο του, ο Λιμ Σενγκ έμαθε να μπλέκει χαρμάνια και να στρίβει τσιγάρα και τελικά αγόρασε το στοκ ενός χρεοκοπημένου καπνέμπορα. Η οικογένεια και η επιχείρηση μεγάλωσαν και χρόνια αργότερα αγόρασε το μεγαλόπρεπο ολλανδικό χτίσμα για να τις στεγάσει.



Το οικιστικό συγκρότημα με τις βοηθητικές κατοικίες χτίστηκε το 1862 από την Ολλανδική αποικιακή κυβέρνηση των Ανατολικών Ινδιών και χρησιμοποιήθηκε ως ορφανοτροφείο. Το κεντρικό οικοδόμημα μετατράπηκε, σε κάποια φάση, σε κινηματογράφο. Αφού η εταιρεία του Σαμπούρνα το αγόρασε, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή και το πακετάρισμα των τσιγάρων.



Έχω δει πολλά μουσεία στη ζωή μου, που  μιλάνε για πολέμους και ρούχα ή που γεμίζουν αγάλματα, δονητές και κεραμική πορνογραφία ή που είναι αφιερωμένα στη φυσική ιστορία και συνεκδοχικά εκθέτουν ταριχευμένα ζώα κι απολιθώματα. Έχω δει μουσεία που υπήρξαν φυλακές κι αίθουσες βασανιστηρίων. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θάβρισκα μουσείο τσιγάρων. Τριγυρίζοντας στο ισόγειο, θαύμασα τις παλιές φωτογραφίες και τις τυπογραφικές πρέσσες. Ανάμεσα στα εκθέματα παρατήρησα μια παλιά Ρολς Ρόυς και μια Τζάβα μοτοσυκλέτα. Στους τοίχους κρέμονταν εικόνες των παλιών αφεντικών και του διοικητικού συμβουλίου. Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι διευθυντές φορούσαν κουστούμια και κάπνιζαν. Κανείς δεν κάπνιζε στις έγχρωμες.



Στον πρώτο όροφο μπορεί κανείς ναγοράσει μπλουζάκια κι αναμνηστικά μπρελόκ· η τεράστια τζαμαρία κοιτάζει τον κάτω όροφο, όπου εκατοντάδες γυναίκες, ομοιόμορφα ντυμένες στα κίτρινα και στα κόκκινα, στρίβουν τσιγάρα με ασύλληπτη ταχύτητα. Σκέφτηκα ν’αγοράσω ένα πακέτο κρετέκ – μίξη καπνών και γαρίφαλου – αλλά θυμήθηκα πως μου ήταν αδύνατο να τα φέρω στη Σιγκαπούρη νόμιμα. Το γαρίφαλο για αιώνες θεωρήθηκε από τα σπουδαιότερα μπαχάρια: Πορτογάλλοι, Άγγλοι κι Ολλανδοί γέμισαν μακρινές θάλασσες με το αίμα τους για να φέρουν στον έλεγχό τους τα νησιά που φύτρωνε και τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου του. Σήμερα χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό του ταμπάκου. Η μισή Ινδονησιακή παραγωγή κάθε χρόνο καίγεται κι ανηφορίζει με τον καπνό των τσιγάρων.