2013/04/24

Λούμπουνγκ|Μπούμπρα|Σέγου, Ιάβα, Ινδονησία




Στα δεξιά μου βρίσκονταν τα ερείπια του Λουμπούνγκ στηριζόμενα σε δοκάρια και μεταλικούς σκελετούς. Οι σιβαϊστικοί πύργοι είχαν εντυπωσιακά ανάγλυφα, αλλά τα αγάλματα είχαν εδώ κι αιώνες κλαπεί· στον κεντρικό ναό, οι σηκοί έχασκαν σαν αδειασμένες πληγές. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά και κοίταξα τον τετράγωνο ουρανό. Τα μάτια μου δάκρυσαν στην αντηλιά και βγήκα. Οι εργάτες ήσαν ξαπλωμένοι στη σκιά.


Λίγες δεκάδες μέτρα παραδίπλα στάθηκα και κοίταξα το κατεστραμμένο Μπούμπρα: η λιθοδομή του ήταν ριγμένη από γίγαντες στη ζούγκλα· λειχήνες πρασίνιζαν τους ραγισμένους σωρούς. Τα κλιμακοστάσια είχαν καταρρεύσει κι η εξέδρα είχε σπάσει στη μέση. Ξύλινες σκαλωσιές όριζαν την περιφέρεια και όλα τα καθιστά αγάλματα είχαν χάσει το κεφάλι τους. Εργάτες κοιμούνταν πάνω σε πέτρες, κάτω από τα δέντρα. Κανείς δεν είπε τίποτα όπως σκαρφάλωσα το διαλυμένο ναό. Μακρύτερα απ’τα ερείπια, κάποιες πέτρες είχαν συνταχτεί με νόημα. Ένα τερατώδες πρόσωπο ανέβαινε από τη γη, σα φύλακας που είχε για λίγο καταφύγει στα σπλάχνα του αρχαίου αυτού τόπου.  Όπως έφευγα – κάποιος εργάτης ξύπνησε κι άνοιξε το ράδιο στη διαπασών – η Γουίτνυ Χιούστον ούρλιαξε πέρα από τον τάφο πως θα με αγαπά για πάντα, τραβώντας τις συλλαβές μέχρι να σπάσουν· ύστερα, συνέχισα το δρόμο μου μέσα στα χωράφια.



Έφτασα στο Σέγου, τη μόνη συλλογή βουδικών ναών σ’ολόκληρο το Πραμπανάν. Στάθηκα ακίνητος μπροστά σε καταρράκτες από πέτρες. Πειθάρχησα τον εαυτό μου και καθυστέρησα την ανάβαση στον κεντρικό ναό για ώρα. Φιδογύρισα τους ερειπωμένους βωμούς στην περίμετρο και πέρασα από διαδρόμους τόσο στενούς, που άφησα τον ιδρώτα μου στ’ανάγλυφα. Είδα λίγους εργάτες να βγαίνουν και να εξαφανίζονται και κείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν κατάμονος στη λίθινη νεκρόπολη. Διέσχισα τον περίβολο και ανήλθα στον κεντρικό πύργο. Μόνος, και πάλι, παρέα με τις αρχαίες πέτρες και τη φλογισμένη μεσημβρινή λεπίδα τ’ουρανού: έντονη παρουσία, ακραία νηφαλιότητα, υπαρξιακή αφθονία. Αυτός είμαι, σκέφτηκα, ένας άντρας που κοιτάζει τσακισμένα μνημεία, μόνος και τέλειος σε ηφαιστειακή αχρονία· είμαι περισσότερο αυτό απ’ο,τιδήποτε άλλο, απ’οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του εαυτού μου. Η αίσθηση αυτή υπερβαίνει την ευτυχία. Τούτο είναι το αληθινότερο Εγώ μου, έμπλεο σε μια στιγμή μοναδική κι αέναα δική μου.


Δίχως εργάτες, θόρυβο, σκαλωσιές κι επισκέπτες: η εικόνα ενός κόσμου σφενδονισμένου πριν από χίλια διακόσια χρόνια, διαμέσου αόρατων διαστάσεων, προς εμένα, για μένα, ενός κόσμου πετρωμένου και ρέοντος και τελεολογικά μεταλλαγμένου – ένα ονειρικό τοπίο σκαλισμένο σύμφωνα μ’υποσυνείδητα σχεδιαγράμματα. Περπάτησα πάνω, κάτω, γύρω και μέσα στους ναούς και βυθισμένος σε παράξενο μυστικισμό ήμουν έτοιμος για οποιαδήποτε αποκάλυψη: αν ξάφνου ξεπρόβαλλε ένας μποτισάτβα ή ένα σογκόθ, δε θα μ’εξέπληττε καθόλου. 

             
Το Τσάντι Σέγου παίρνει τ’όνομά του από τους Χίλιους Ναούς του μύθου της Καταραμένης Πριγκίπισσας, αλλά ακόμη κι αν κάποιος αθροίσει τα ερείπια των μικρότερων Περβάρα – των βωμών των φυλάκων – ο αριθμός των ναών είναι 249. Χτίστηκαν πριν από τους Ινδουιστικούς πύργους του Πραμπανάν, μάλλον πριν το 800μΧ, γεγονός που δείχνει πως το Σέγου ανηγέρθη πριν από το Μπορομπούντουρ, αν και μικρότερο σε μέγεθος. Το χτίσιμο και η επέκταση του μνημείου συνέβη κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έντονου Ινδο-βουδικού συγκρητισμού, ο οποίος υπήρξε αποτέλεσμα του γάμου που συνένωσε τις δυναστείες των Σαντζάγια και των Σαϊλέντρα. Το Σέγου είναι μαντάλα, εικόνα του κόσμου, γιαυτό και οι τετραγωνισμένες σειρές ναών/φυλάκων και οι τέσσερεις πύλες που επίσης φυλάσσονται από δίδυμους ντραπαβάλα. Τ’αγάλματα των πολεμιστών-σκοπών όμως είναι ρέπλικες, και τα χλωμά αντίγραφα δεν αρκούν για να προστατέψουν αυτό το ανυψούμενο θαύμα.


Όλο το συγκρότημα των ναών υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια του προηγούμενου σεισμού, αλλά ήμουν τυχερός που επέλεξα εκείνες τις μέρες για επίσκεψη: τα μεταλλικά στηρίγματα που για χρόνια υπήρχαν στον κεντρικό ναό είχαν αφαιρεθεί και η πρόσβασή μου οπουδήποτε ήταν ανεμπόδιστη. Περπάτησα σ’όλα τα δώματα και τις εξωτερικές στοές με τα περίπλοκα κιγκλιδώματα· με τα δάχτυλά μου χάιδεψα τις αγγελικές χορεύτριες και τα φωτισμένα όντα στους τοίχους. Αλλά το αναπόφευκτο αφίχθη και η στιγμή λιγόστεψε. Ο λαιμός και τα χέρια μου είχαν κοκκινήσει οργισμένα. Δυο ακόμη επισκέπτες εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο. Η ονειρική ομίχλη ξελουρίστηκε κι εγώ επέστρεψα στη σκιά.


2013/04/18

Πραμπανάν, Ιάβα, Ινδονησία




Σχεδόν είκοσι χιλιόμετρα έξω από την πόλη βρίσκονται οι Ινδουιστικοί ναοί του Πραμπανάν. Αφότου απέσπασαν τον έλεγχο της Κεντρικής Ιάβας από τη βουδική δυναστεία των Σαϊλέντρα, οι Σιβαϊστές Σαντζάγια ύψωσαν μεγαλοπρεπή μνημεία στην πεδιάδα. Σταδιακά, το νευραλγικό κέντρο ελέγχου του νησιού μετατοπίστηκε προς τ’ανατολικά κι οι ναοί ξεχάστηκαν κι ερειπώθηκαν. Η συλλογική μνήμη, ωστόσο, συγκράτησε τους αγώνες των δυο δυναστειών, αιώνες αφού το Βασίλειο του Ματαράμ ασπάστηκε τον Ισλαμισμό. Η λαϊκή παράδοση δημιούργησε ένα μύθο για να ερμηνεύσει την παρουσία των σακατεμένων πύργων στη ζούγκλα: την ιστορία της Λόρο Τζονγκράν, της Καταραμένης Πριγκίπισσας.


Πρόκειται για μια παραλαγή στο μοτίβο του Γενναίου Ιππότη και της Παρθένου Κόρης. Ένας φιλειρηνικός και δίκαιος κυβερνήτης υπερασπίστηκε το βασίλειό του από τον διαβολικό γίγαντα που θέλησε να το κυριέψει. Ο γιος του βασιλιά, αστραφτερός ιππότης-υπερασπιστής του λαού του, κατανίκησε τον επιτιθέμενο στρατό και φόνεψε το γίγαντα. Μέσα στο κάστρο του εχθρού, βρήκε την κόρη του γίγαντα, ανέγγιχτη και πανέμορφη και την ερωτεύτηκε. Η κόρη, όμως, δεν ήθελε να γίνει λάφυρο του άντρα που σκότωσε τον πατέρα της. Αρνήθηκε το γάμο που της πρότεινε, αλλά όταν κατάλαβε ότι ο πρίγκιπας δε θα υποχωρούσε ποτέ, δέχτηκε να τον παντρεφτεί, αν πρώτα κατόρθωνε τούτη την αδύνατη δοκιμασία: αν έχτιζε χίλιους ναούς σε μια νύχτα για χάρη της.


Ο πρίγκιπας κατέφυγε στη μαγεία κι επικαλέστηκε τα πνεύματα της γης· οι δαίμονες σηκώθηκαν από τα έγκατα του κόσμου κι έχτισαν 999 πύργους. Αλλά πριν ο τελευταίος πύργος ολοκληρωθεί, η κόρη άναψε φωτιές κι έκανε τους δαίμονες να πιστέψουν ότι έφτασε η αυγή. Τα πνεύματα γύρισαν βιαστικά στο χώμα κι η δοκιμασία του πρίγκιπα έμεινε ανολοκλήρωτη. Οργισμένος γιατί εξαπατήθηκε, ο ιππότης καταράστηκε την πριγκίπισσα κι αυτή πέτρωσε. Κι έτσι, μεταμορφωμένη σ’άγαλμα, συμπλήρωσε τον χιλιοστό πύργο κι ο άθλος του πρίγκιπα έφτασε στο τέλος του κι αυτή έγινε δική του για πάντα.

Είχα κομμάτια από το παραμύθι στο μυαλό μου όταν στάθηκα μπροστά στους πύργους. ΄Ησαν κυκλωμένοι από εκατοντάδες ερειπωμένους βωμούς. Στο κέντρο λόγχιζε τον ουρανό ο ναός του Σίβα του Καταστροφέα κι εκατέρωθεν υψώνονταν, λίγα μέτρα κοντύτεροι, ο ναός του Βράχμα του Δημιουργού και του Βισνού του Συντηρητή του Κόσμου. Μπροστά από τους πύργους του Τριμούρτι, της Ινδουιστικής Τριάδας, βρίσκονταν οι μικρότεροι ναοί των Βαχάνα, των ιερών οχημάτων του θεού: ένας πύργος για τον ιερό Κύκνο του Βράχμα, ένας για το Γκαρούδα του Βισνού κι ένας αφιερωμένος στο Νάντι, τον Ταύρο του Σίβα. Μέσα στο ναό του Βαχάνα του Σίβα, μπορεί κανείς να δει το μεγάλο πέτρινο ταύρο. Τα ιερά ζώα από τους άλλους δυο πύργους έχουνε χαθεί.


Περπάτησα γύρω από τους ναούς των Οχημάτων κι έπειτα εισήλθα και τους εξέτασα λεπτομερώς· κοντοστεκόμουν συχνά κι ένα γκρουπ μεσήλικες Ινδονήσιες με απήγαγαν και επέμειναν να φωτογραφηθώ μαζί τους στο πέτρινο κλιμακοστάσιο του Βαχάνα του Σίβα τουλάχιστον είκοσι φορές. Ήσαν γεμάτες ενθουσιασμό και κινούνταν από ναό σε ναό σε ένα συμπαγές κι αρραγές μπλοκ. Λίγοι ακόμη δυτικοί τουρίστες εμφανίστηκαν στη σκηνή, λευκά μπράτσα και μπούτια άστραψαν στο νότιο ήλιο. Παρατήρησα τις ρωγμές στις προσόψεις των ναών, που οφείλονταν στο σεισμό του 2006. Ακριβώς μπροστά στον πύργο του Βισνού είδα τον πεσμένο πυργίσκο, αφημένο εκεί που ο σεισμός τον έριξε εφτά χρόνια πριν: οι αρχές απλά είχαν βάλει ένα κορδόνι ολόγυρα. Ο ναός του Σίβα είχε ανοίξει πρόσφατα αφού εδόθησαν εγγυήσεις για τη δομική του ακεραιότητα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η έκταση της ζημιάς είναι γνωστή. Δυο από τα τέσσερα κεντρικά δώματα ήσαν αμπαρωμένα. Οι φύλακες κρατούσαν χρόνο και ζητούσαν από τους επισκέπτες να μην υπερβαίνουν τα δεκαπέντε λεπτά πάνω στον πύργο. Μπαίνοντας στην περίμετρο, μου έδωσαν πλαστικό κράνος να φορέσω, σα νάμπαινα σ’εργοτάξιο.


Στιγμές κρεμασμένες στη μνήμη μου στεγνώνουν: σ’ενα από τα ανοιχτά δωμάτια είδα το πέτρινο άγαλμα της Ντούργκα, της συντρόφου/θηλυκής όψης της Τριάδας, με πολλά χέρια γεμάτα σπαθιά και τροχούς. Η ανακάλυψη του αγάλματος τούτου έδωσε ώθηση γιάλλη μια φορά στο μύθο της Λόρο Τζονγκράν. Στους εκατέρωθεν πύργους, ο Βράχμα κι ο Βισνού έχουν τα δικά τους αγάλματα. Και πάλι στο ναό του Σίβα, που υψώνεται σαράντα εφτά μέτρα, περπάτησα τους διαδρόμους κυκλικά – όπως έκανα στο Μπορομπούντουρ- κι εξέτασα τ’ανάγλυφα. Οι ντέβας κι οι απσάρες μου θύμισαν έντονα τους ναούς του Άνγκορ. Οι τοίχοι και τα κιγκλιδώματα αφηγούντο την ιστορία του Ραμαγιάνα. Είδα ακόμη πλαισιωμένους λέοντες και παράξενες άρπυϊες στα κοιλώματα και δράκους στα κεφαλόσκαλα και γαρούδα-φύλακες στις εισόδους. Υπέροχος και γόνιμα κάθετος ο ναός τινάζονταν στο άπειρο. Η κατασκευή του συμβολικά θύμιζε το Όρος Μέρου, τη θεϊκή κατοικία: αποστάσεις κι αναλογίες είχαν υπολογιστεί προκειμένου να συμπίπτουν με συγκεκριμμένους αριθμούς τεράστιας κοσμολογικής και θεολογικής σημασίας. Πήρα φωτογραφίες, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσω το μνημείο καθώς ήθελα στα δεκαπέντε λεπτά που μου δόθηκαν. Κι έτσι εξήλθα ηττημένος από το χρόνο, πέταξα το κράνος και κάθισα για λίγο στη σκιά.


Μέτρησα πάνω από διακόσιους ερειπωμένους βωμούς στην περίμετρο. Μένουν σωριασμένοι κι αστύλωτοι γιατί οι περισσότερες πέτρες τους λείπουν. Η αρχή που ξανάστησε το Πραμπανάν αποφάσισε ότι μόνο όσοι βωμοί, πύργοι και ναοί είχαν τουλάχιστον το 75% της αρχικής τους κατασκευής ακέραιο, άξιζε να ξαναϋψωθούν. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η επίδειξη εντιμότητας προς τους επισκέπτες που πλήρωσαν δεκαοχτώ δολλάρια για μια ματιά στο παρελθόν. Ύστερα, σκέφτηκα ότι μάλλον δεν ήθελαν ν’ασχοληθούν περισσότερο.


Πέρα από τη δυτική πύλη, η τεράστια σκηνή ήταν άδεια. Κάθε πανσέληνο, για τα τελευταία πενήντα χρόνια, το μπαλέτο ανεβάζει το έπος του Ραμαγιάνα. Στην κάψα του μεσημεριού δε φαινόταν και δεν ακούγονταν τίποτα. Άφησα τους ναούς της ύψιστης τριάδας και περπάτησα βόρεια, προς άλλα ένδοξα και παρηκμασμένα ερείπια.