2013/03/12

Πνομ Μπακένγκ, Άνγκορ, Καμπότζη


 


Ανέβηκα και πάλι, κάτω από τον ακίνητο και φλεγόμενο ουρανό. Ανηφόρησα το Πνομ Μπακένγκ, τον ιερό λόφο, από το δεξί μονοπάτι - το αριστερό ανήκει στους ελέφαντες. Ίδρωνα στο καταμεσήμερο, και σηκώνοντας το βλέμμα από το χώμα, αντίκρυσα ένα ζευγάρι να σκαρφαλώνει μπροστά μου.  Καθυστέρησα και τους άφησα να προχωρήσουν. Στα δεξιά μου πρόβαλε μια ξύλινη εξέδρα και στεκόμενος, ατένισα τον πυραμιδικό ναό του Μπακσέι Τσαμρόνγκ. Πιο ψηλά, βρήκα ένα παρατηρητήριο και σκεπάζοντας τα μάτια που δάκρυζαν στην αντηλιά,  είδα το δυτικό μπαρέυ ν’αστράφτει σαν καθρέφτης στη ζούγκλα. Ακόμα ψηλότερα, έγειρα σε μια μεγάλη πλατφόρμα, στηριζόμενη σε βαριά, ξύλινα δοκάρια: σε λίγες ώρες, εκατοντάδες άντρες και γυναίκες θα στοιβάζονταν για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα. Κοίταξα γύρω, πίσω και μπροστά. Ήμουν ακόμα κατάμονος. Περπάτησα για λίγο ακόμα, και έφτασα στην κορυφή. Μπροστά μου, ο ναός έμοιζε να λειώνει, σκαλισμένος στον ίδιο το βράχο. Στο σημείο τούτο, σκέφτηκα, ξεκίνησε ο χρυσός αιώνας των Χμερ, με το μνημείο αυτό να σημαδεύει τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ρόλουος στο Άνγκορ.
 
 
 
Οι εργάτες που δούλευαν στη συντήρηση είχαν ξαπλώσει όπου βρήκανε σκιά. Ανέβηκα το πρόσωπο του ναού κι έφτασα στην κορυφή, προσδοκώντας να είμαι μόνος στην τροπική ζέστη. Μια ομάδα περίπου δώδεκα ατόμων, βρισκόταν ήδη εκεί, μιλώντας καντονέζικα και τριγυρίζοντας τους πύργους. Κοίταξα μακριά κι είδα το Άνγκορ Γουάτ να ξεπροβάλλει στη μέση της πράσινης θάλασσας. Στον ορίζοντα, τα νερά της Τόνλε Σαπ έπαιζαν με τον ουρανό και τον ήλιο.
 
 


Σε συμβολικό επίπεδο, ο ναός αντιπροσωπεύει το Μέρου, το βουνό-κατοικία των Ινδών Θεών. Ο αριθμός των πύργων είναι συγκεκριμμένος και έχει αστρολογική και θεολογική σημασία, όπως και τα επίπεδα στα οποίοι οι πύργοι είναι υψωμένοι. Βέβαια, οι σιβαϊστικοί πύργοι έχουνε πλέον μετατραπεί σε βουδικούς βωμούς,  αλλά ο χαρακτήρας του ναού δεν κινδυνεύει από αλλοίωση, αλλά από κατάρρευση: κάθε μέρα οι τουρίστες τον βυθίζουν και τον συντρίβουν ακούσια.
 
 
Τέλειωσα το προσκύνημα και κατέβηκα, με βαριά πόδια και στεγνωμένα χείλη.

2013/03/11

Μπαντέυ Κντέυ, Άνγκορ, Καμπότζη




 Τα 4 πρόσωπα στην κορυφή της γκοπούρας ατένιζαν τα σημεία του ορίζοντα· δίχως υποστήριξη, η πύλη έγερνε επικίνδυνα, έχοντας χάσει τα χρώματά της. Στάθηκα για μια στιγμή κάτω από τις κλαίουσες πέτρες κι ύστερα εισήλθα στο Μπαντέυ Κντέυ. Στον εσωτερικό περίβολο σταμάτησα μπροστά από την ορχήστρα των ακρωτηριασμένων. Για λίγες στιγμές, ο ήχος από τα κρουστά και τα συριχτά τους όργανα στοίχειωσε τ’αφτιά μου. Είχα δει παρόμοιες ορχήστρες και σ’άλλους ναούς – τα τεχνητά χέρια και πόδια παρατημένα στην άκρη της πλατφόρμας, οι μουσικοί κομματιασμένοι να παίζουνε παραδοσιακούς ρυθμούς. Αντιστάθηκα στην επιθυμία να πάρω φωτογραφίες, ντράπηκα κι ύστερα έφυγα κοιτάζοντας το χώμα. Σκέφτηκα ότι αν είχα παραμείνει ένα λεπτό ακόμη, θα είχε χρειαστεί να κάνω κάποια δωρεά και στ’αλήθεια δεν ήθελα επειδή...γιατί άραγε, γιατί δεν ήθελα; Στο νου μου ανέβηκαν διάφορες ατελείς σκέψεις για τον τουρισμό και τη φύση της ελεημοσύνης και για το πως συγκροτείται μια ολόκληρη κουλτούρα εξάρτησης και για το πως φροντίζουνε οι κυβερνήσεις τους πολίτες τους. Αισθανόμουν παράξενα, άβολα· προχωρώντας ανακάλυψα άλλον ένα ναίσκο που έμοιαζε με τα ορθόδοξα ξωκλήσια των παιδικών μου χρόνων. Μια ταμπέλα με πληροφόρησε ότι στον περίγυρο του ναού ευρέθησαν εκατοντάδες θραύσματα από σπασμένους βούδδες. Τσακισμένα αγάλματα και τσακισμένοι άντρες, ερείπια στη ζούγκλα και ανθρώπινα ερείπια στις πόλεις, οι κουλοί και οι κουτσοί, κομματιασμένοι βωμοί του απώτερου παρελθόντος και δυστοπικό ξέσκισμα της περασμένης γενιάς – αυτή μου φάνηκε η Καμπότζη. Συλλογίστηκα όλες τις περιρρέουσες, πολύχρωμες παραδοξότητες, τους τουρίστες, τα σανδάλια, το παζάρεμα με τα τουκ-τουκ, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα τετρακίνητα οχήματα. Η στιγμή μου φάνηκε ακατανόητη.


 Τα σπασμένα αγάλματα ανακάλυψε μια γιαπωνέζικη αρχαιολογική αποστολή. Στο Μπαντέυ Κντέυ, όπως και στους άλλους ναούς,  η έρευνα,  η συντήρηση κι η αναστύλωση των μνημείων επιτελούνται από διάφορες ομάδες , από δυτικά πανεπιστήμια, Ινδικές κυβερνητικές αποστολές και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μνημείων. Δίγλωσσες και τρίγλωσσες επιγραφές πληροφορούν τους θερμόπληκτους τουρίστες σχετικά με το ποιος ευθύνεται για ποια εργασία συντήρησης – Γερμανοί, Γάλλοι, ή Γιαπωνέζοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλέκεται η ΑΠΣΑΡΑ, η καμποτζιανή κυβερνητική ομάδα που έχει αναλάβει την επίβλεψη κι αξιοποίηση του Άνγκορ. Αναγνώρισα την ανάγκη για ξένη τεχνογνωσία, αλλά ενοχλήθηκα από την έκταση της ξένης χρηματοδότησης. Εκατομμύρια τουρίστες φέρνουν εκατομμύρια δολλάρια κι ύστερα από 20 χρόνια τουρισμού θα περίμενε κανεις να έχουν δημιουργηθεί οι δομές για την αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Χμερ από τους ίδιους. Συχνά, ωστόσο, αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφθορά στην απουσία των πραγμάτων. Στην Πνομ Πεν, αντι-πλημμυρικά και έργα οδοποιίας επιτελούνται από τους Κινέζους και τους Γιαπωνέζους. Ολόκληρη η χώρα μοιάζει να βρίσκεται καλωδιωμένη στην ενταντική.  Φυσικά, μπορεί να σφάλλω· ο τόπος ακόμα αναρρώνει από το αυτοκαταστροφικό του παρελθόν. Και η συντήρηση του Άνγκορ είναι μια πελώρια υπόθεση.



Ανέβηκα στην υπερυψωμένη πλατφόρμα που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο του ναού. Λιοντάρια και νάγκας φυλούσαν το πέρασμα. Οι στοές έμοιζαν να πιέζουν η μια την άλλη, η γεωμετρία τους είχε τραυματιστεί από τον καιρό και τη φύση. Σε μια από της σκεπασμένες στοές, ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδδα καθόταν πάνω σ’ένα πέτρινο βάθρο, βαστούσε κίτρινη ομπρέλλα κι ήταν κυκλωμένο από μυριάδες προσφορές. Μια γυναίκα γονάτιζε, σ’ένα φαρδύ κιλίμι. Σηκώνοντας το βλέμμα είδα χιαστί σκοινιά δεμένα στα κιονόκρανα και πολύχρωμες λουρίδες ν’ανεμίζουν. Για αιώνες η λατρευτική παράδοση παρέμεινε ζωντανή, σε πρόσκαιρη αναστολή μόνο σε καιρούς πολέμου.  Έξω, παραμορφωμένα από το πέρασμα του χρόνου, τα νάγκας σχημάτιζαν κιγκλιδώματα, που ισορροπούσαν πάνω στις ετοιμόρροπες πέτρες· οι πύργοι γκρεμίζονταν σε σωρούς, οι λίγοι εναπομείναντες ζωσμένοι με παράλληλα λουριά. Απσάρες και ντεβάτες χόρευαν σε κολώνες κι ανάγλυφα.


Οι αμμόλιθοι κατέρρεαν κι έμοιζαν υποπράσινοι και χλωμοί.  Σε μια γωνία είδα δυο σκεπασμένες στοές να συγκρούονται και να υψώνονται σαν ερπετά με σπασμένες ραχοκοκαλιές. Τα δέντρα εισέρχονταν παντού, σε μια προέλαση που βαστάει αιώνες και μοιάζει φυσική κι αυτονόητη, σαν το φως του ήλιου. Το όλο συγκρότημα φάνταζε εύθραυστο και σε σήψη, με σπασμένα και βυθισμένα πατώματα, με διχασμένες εξέδρες και ραγισμένες κολώνες. Ήταν υπέροχο και σού κλεβε την ανάσα. Θεώρησα την τωρινή κατάσταση του οικοδομήματος ως την ιδανική του κατάστηση, ως το φιλοσοφικό του τέλος. Η αρχική του εμφάνιση ήταν η αφετηρεία· ο ναός μόλις ολοκληρώθηκε, οχτακόσια χρόνια μετά την ανάρτηση της πρώτης κολώνας.


Το Άνγκορ μας κάνει ποιητές, σκέφτηκα, αλλά ο οίστρος πεθαίνει πάντα πρόωρα. Άντρες και γυναίκες στις άκρες των στοών πουλούσαν πίνακες κι υφάσματα. Ένας νεαρός με πλησίασε και μου είπε ότι στον κεντρικό διάδρομο οι χορεύτριες θα έδιναν παράσταση για τα μάτια του βασιλιά και μόνο. Ύστερα με ρώτησε αν ήθελα να αγοράσω κάτι. Εξερχόμενος χάθηκα σε μια θάλασσα από τουκ-τουκ και μου πήρε ώρα να βρω τον οδηγό μου. Ήταν τρεις τ’απόγεμα κι ο ήλιος λόγχιζε το μυαλό και το σβέρκο μου.

2013/03/08

Τα Προμ | Σρα Σρανγκ, Άνγκορ, Καμπότζη



Έφτασα στο πελώριο και στοιχειωμένο Τα Προμ νωρίς, πριν καταφθάσουν οι ορδές.  Δυστυχώς  εκτελούνταν εργασίες αναστύλωσης, από τις πιο σοβαρές που συνάντησα στο σύνολο των ναών του Άνγκορ. Μπαίνοντας είδα γερανούς, δεκάδες εργάτες και σκαλωσιές· ανάσανα βαθιά όταν διαπίστωσα ότι οι εργασίες είχαν περιοριστεί στην περίμετρο και τις εξωτερικές στοές. Μέσα στα σπλάχνα του Τα Προμ απογοητεύτηκα από τις παράλογες και εντελώς νεοεμφανισθείσες προσθήκες – ξύλινες πλατφόρμες και κλιμακοστάσια.  


Ο Τζαγιαβάρμαν αφιέρωσε το Τα Προμ στη μητέρα του· σε μέγεθος και χαρακτήρα είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το Πρέα Καν. Το συγκρότημα στο σύνολό του περιελάμβανε στοές, πανδοχεία και αίθουσες χορού. Στην ουσία, δεν επρόκειτο απλά για βουδιστικό μοναστήρι , αλλά για ένα τεράστιο αυτοκρατορικό και ακαδημαϊκό συγκρότημα, που στον καιρό της ακμής του ήταν τόσο πλούσιο, που ήλεγχε χιλιάδες χωριά. Στο πέρασμα των αιώνων οι ναοί παγιδεύτηκαν σ’ατέρμονη μάχη με τη ζούγκλα. Είδα γιγάντιους ογκόλιθους στοιβαγμένους δίπλα στις στοές, να περιμένουν την επόμενη φάση αναστύλωσης. Όλες οι γαλλαρίες κι οι μισοσπασμένες κολώνες ξανοίγονταν σε περίβολους, όπου κάποιοι πύργοι είχαν ερειπωθεί και καταρρεύσει και κάποιοι άλλοι στέκονταν περήφανοι απέναντι στην εισβολή της φύσης. Πελώρια καπόκ κι ινδοσυκιές στρέβλωναν και στήριζαν την τειχισμένη περίμετρο με τις ερπετοειδείς ρίζες τους.


Κινέζοι και Ρώσοι τουρίστες αφίχθησαν, με άγριες φωτογραφικές διαθέσεις και δυνατές φωνές. Προσπαθώντας να τους αγνοήσω, έκανα ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης μπροστά στις μεγάλες γκοπούρες: τα πέτρινα πρόσωπα τύπου Μπαγιόν είχαν πλέον αποκαθηλωθεί ή καταρρεύσει, κι οι πύλες έμοιζαν γυμνές. 



΄Ωρες αργότερα, ο οδηγός της μέρας επέμενε να με πάει  σε σωστό εστιατόριο, με τοίχους και κλιματισμό. Του είπα ν’αφήσει τ’αστεία, δεν είχα καμία διάθεση να πληρώσω γελοίες τιμές, αλλά επέμεινε λέγοντας πως στα μικρότερα φαγάδικα στην άκρη του δρόμου οι τουρίστες συνήθως τσιμπούσαν μολύνσεις και παράσιτα ή τουλάχιστον τους έπιανε ευκοίλια κι εγώ είχα ξεμείνει από αντεπιχειρήματα. Άρχισα να παζαρεύω τιμές με τον εστιάτορα και στο τέλος το ρύζι με χοιρινό που παρήγγειλα κατέληξε σε άλλο τραπέζι και μου δόθηκε το ρύζι με κοτόπουλο κάποιου άλλου κουρασμένου τύπου [ τον φαντάστηκα ως υπέρβαρο πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων από τη Μινεσότα ]. Τότε κι ακόμη και σήμερα αστράφτει στο νου μου η βεβαιότητα ότι ήμουν ασύλληπτα πανίβλακας που μ’έπιασε οργή και γκρίνια για τέτοιες μικρολεπτομέρειες· πως λησμονώντας προνόμια και τύχη που μ’έφεραν στο Άνγκορ, σκάλωσα στα δυο έξτρα δολλάρια του μεσημεριανού. Από την άλλη, η αίσθηση ότι συχνά πέφτεις θύμα εκμετάλλευσης στα ταξίδια, σε γεμίζει χολή. Κι ο θυμός έπειτα μεταμορφώνεται σε θλίψη, όταν συλλογίζεσαι πόσο εύκολα διολισθαίνουν οι καρδιές μας προς την απληστεία.


Μικρή απόσταση από τον επόμενο ναό, σταματήσαμε για λίγο μπροστά στη μεγάλη τεχνητή λίμνη του Σρα Σρανγκ. Αιώνες πριν ένας ναός είχε καρφωθεί στο νησάκι στο κέντρο του μπαρέυ· ο οδηγός μου είπε ότι ο αυτοκράτωρ αγαπούσε το κολύμπι. Έπειτα, σε μια εντυπωσιακή επίδειξη non sequitur, με πληροφόρησε ότι στη γλώσσα των Χμερ, υπάρχουν 14 λέξεις που σημαίνουν ‘τρώω’. Αυτός που τρώει – βασιλιάς, ευγενής, ταπεινός υπήκοος – ορίζει ποιο ρήμα θα χρησιμοποιηθεί. Ύστερα, καβάλησε τη μηχανή που έσερνε το τουκ-τουκ και συνεχίσαμε στον φλεγόμενο δρόμο.