2012/04/05

Μπάλι, Ινδονησία






Η φυλακή βρίσκεται στο δεξί σου χέρι, όπως οδηγάς από το Σεμινιάκ προς το Ντενπάσαρ, και καθώς είσαι σκαλωμένος στην αφύσικη κίνηση, κοιτάζεις για λίγο τους τοίχους και την κονσερτίνα και σκέφτεσαι ότι με τόσους τουρίστες, θα έπρεπε να είχανε μεταφέρει το σωφρονισμό εχτός του νησιού, για να μη χαλάει την ομοιομορφία των ξενοδοχείων και των υπερτιμημένων εστιατορίων. Παίζει για λίγο στο μυαλό σου να γράψεις ένα δοκίμιο για μια προτεινόμενη αποκέντρωση και μετατόπιση του ινδονησιακού ποινικού συστήματος σε νησιά ακατοίκητα, μετά σκέφτεσαι ίσως να τόχουνε ήδη κάνει, ή ίσως κάποιος άλλος να έγραψε το δοκίμιο όσο σάπιζες στην πισίνα και έπινες μπιντάνγκ.

Δεν υπάρχουνε πολλά πεζοδρόμια σε όλη την περίμετρο του νησιού, κι αυτά που υπάρχουνε είναι σπασμένα και κατειλημμένα από μηχανές και αυτοκίνητα, σπασμένα, στενά, με τα μαγαζιά να ακρακουμπάνε την άσφαλτο, και πάνω στη νοερή διαχωριστική γραμμή, πάντα προσφορές σε μπανανόφυλλα, σπόροι και λουλούδια που πρέπει νάχεις το νού σου ναποφεύγεις, γιατί συγκρατιούνται με οδοντογλυφίδες και συ φοράς φτηνές και πολυπατημένες σαγιονάρες.

Κι ύστερα, σε καταπίνει πάλι ο δρόμος που φιδογυρίζει και σπάζει και περνάει ζούγκλες κι ορυζώνες και παλιούς ναούς, μέχρι που να φτάσεις στο Ουμπούντ και στο ιερό δάσος, το γεμάτο μαϊμούδες και πέτρινα αγάλματα λερωμένα με λειχήνες. Ιδρώτας, κουνούπια, ζώα που σκαρφαλώνουν πάνω σου και τρώνε μπανάνες και κοιμούνται στα κλαδιά. Στη μέση, μπαίνεις στον παλιό ναό, αφού κάνεις μια μικρή δωρεά και σου φορέσουνε το σαρόνγκ και το ειδικό ζωνάρι. Παράξενος ο μπαλινέζικος ινδουισμός, ανάμιχτος με ιδιαίτερες ανιμιστικές παραδόσεις. Πύλες, ανάγλυφα και αγάλματα, σε τέλεια συμφωνία με την υγρασία και την κάψα ολόγυρα. Βγαίνοντας ρωτάς αν είναι οι πέτρες αρχαίες, σου λένει ότι στέκουνε 700 χρόνια, αλλά μερικά τούβλα σου φάνηκαν χτεσινά. Είσαι κακότροπος και μίζερος, σκέφτεσαι, δε μπορείς πια να αιστανθείς άνετα ως τουρίστας, δέκα χρόνια στην Ασία σε έχουνε καταστήσει ανίκανο να θαυμάσεις. Ίσως να φταίει που βγαίνοντας σκάς πάνω σε όλα τα μαγαζιά με σουβενίρ και τις γκαλερί και τις αντίκες που παράχθηκαν την περασμένη Τρίτη, αλλά μόλις μπήκες με τα ξανθά μουστάκια και τα ξένα σου μούτρα, αίφνης πάλιωσαν κι απέχτησαν στάμπες γνησιότητας.

Κάπου εδώ γύρω έκανε η Τζούλια Ρόμπερτς γυρίσματα στην τελευταία της ταινία πληροφορείσαι– θεοί του πρωκτού και της λάβας, γαμημένοι χίπηδες κι αβάτευτες γριές, δυο εκατομμύρια τουρίστες, απευθείας πτήσεις από το Γιεκατερίνμπουγκ κι εκατό αεροπλάνα τη βδομάδα από την Αυστραλία – γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου, μείνε σε μια γωνία, πιες, κολύμπα, επανάλαβε, θα φύγεις και την άλλη φορά θα πας κάπου μακρύτερα, κάπου μικρότερα, κάπου λιγότερα και πιο αρεά, ίσως στο Βόρνεο..να βρεις εργαστήρια χαλκού όπως στο Μπάλι βρήκες εργαστήρια γι ασήμι. Θυμάσαι τον πέτρινο Γκανέσα στην είσοδο, ενώ η κόρη σου έπαιζε με τα σκυλιά; Μη σε παίρνει από κάτω, θυμήσου το Ναό στο Μπατούαν και τον καταρράχτη στη ζούγκλα, την ψητή πάπια δίπλα στον ορυζώνα, τη δεμένη αγελάδα καθώς έκοψες δρόμο για να φτάσεις στην παραλία στο Σανούρ, θυμήσου το αρνίσιο κάρρυ και τους ανεμικούς μουσικούς στην Κούτα.

Παντού δεσπόζουνε τα σύμβολα κι οι τελετές, ο μπαρόνγκ – ο αγαθός δαίμονας που είναι Πνεύμα και Πουλί – το κρις – το φιδογυριστό σπαθί που θηκαρώνεται μόνο αφού πιάσει αίμα και ο χορός που λέει την ιστορία, ενώ καθιστοί γέροι παίζουνε κρουστά όργανα και φλογέρες που παράγουνε συριστούς ήχους. Βλέπεις ένα δράμα σε πέντε πράξεις, η υπόθεση έχει μαιμούδες και λιοντάρια, νάνους και δαίμονες και ανθρωποθυσίες. Αναρωτιέσαι αν είναι όντως παλιό, τελετουργικό θέατρο ή νέα επινόηση για τα τουριστικά δολλάρια. Κάποτε αυτά τα δράματα είχανε θρησκευτικό, λειτουργικό ρόλο και απαγορεύονταν η παράστασή τους για διασκέδαση. Όλα πια γίνονται σταθμοί, πενήντα δολλάρια και οχτώ ώρες σταμάξι, χοροί, μπατίκ, εργαστήρια, γκαλερί, πέτρες, ξυλόγλυπτα και μέταλλα, ναοί, φύση – αυτό το μέρος θα σου άρεσε δεκαπέντε χρόνια πριν, πριν ξεπατωθεί από τα στίφη των συνταξιούχων και των νεονύμφων. Κι όμως, στο ζωολογικό κήπο φωτογραφίζεσαι κρατώντας έναν κροκόδειλο και πίνεις χυμό ανανά και με μια δυσεξήγητη ενοχή, κρατάς μια φέτα καρπούζι για ναρπάξει ο ελέφαντας με την προβοσκίδα του. Γιαυτό πίνεις, σου θυμίζει μια φωνή μέσα σου, κι ακόμα επειδή υπάρχει εστιατόριο "Μύκονος" στο Σεμινιάκ κι επειδή πληρώνεις κερατιάτικη ταρίφα εκατόν πενήντα χιλιάδες ρουπίες στο αεροδρόμιο πριν φύγεις απτη χώρα.

Πηγαίνεις στο Τάναλοτ για να δεις το ηλιοβασίλεμα, βλέπεις σύννεφα και σμήνη κινέζων. Αράζεις, πίνεις μια μπύρα, παραγγέλνεις μπάκσο, φεύγεις, σκαλώνεις και πάλι στην εφιαλτική κίνηση. Θυμάσαι τη φυτεία καφέ που είδες χτες και τον ακριβότερο καφέ του κόσμου, χορηγεία του πεπτικού συστήματος της μαγκούστας, θυμάσαι τη γεύση από το τζινσένγκ και τη βανίλια και ίσως για λίγο χαμογελάς γιατί ανακάλυψες και πάλι το προνόμιο και την τύχη που είχες ξεχάσει.