2011/01/03

Μπορακάι, Φιλιππίνες









Η άμμος είναι έρημη για δυο χιλιόμετρα κάτω από την απειλή του μουσώνα. Ακολουθώντας συγγραφικά κλισέ ενός εκατομμυρίου χρόνων, ο ουρανός είναι σα μολύβι και η θαλάσσα αφρίζει, μισή λευκή και μισή πράσινη. Γιάλλη μια φορά, μετεωρολογικά ασυγχρόνιστος, περνάω τις φοινικιές που χωρίζουν άμμο και δρόμο και παραγγέλνω μια Σαν Μιγκέλ. Μπορεί, σε μια, δυο περιπτώσεις να ζήτησα Πίνα Κολάδα με φρέσκο ανανά, παρασυρμένος από τουριστικά νησιώτικη νοοτροπία, αλλά αυτή η ψυχολογία δε βάσταξε πολύ: στα δεκάδες μικρά μπαρ που ακολουθούν παράλληλα την πελώρια παραλία στο Μπορακάι, βρίσκω καταφύγιο κάθε φορά που βρέχει. Κρατάω νοερές σημειώσεις για τον καιρό που απυηδησμένος θανοίξω τίκιμπαρ στις Μαρκέζες. Για δέκα μέρες βρέχει. Την εντέκατη, λίγες ώρες πριν πάρω τη βάρκα που θα με περάσει απέναντι στο αεροδρόμιο του Κατικλάν, ο ήλιος βγαίνει κατάλαμπρος κι αδιάφορος.




Είναι χαρά με το που φτάνεις στο τροπικό ριζόρτ και μπαίνεις στο δωμάτιο, νανοίγεις τα παράθυρα και να καρφώνεις το βλέμα σε σπα και πελώριες πισίνες. Φυσικά δε θα τα χαρείς, γιατί οι προτεραιότητές σου είναι φτηνές μπύρες, ύποπτα μέρη, ωκεανός και ρούμι. Είμαι ακόμα αδιόρατα σπασμένος από τους αεροδρομικούς φόρους σε Μανίλα και Ακλάν και με αυξούμενη υποψία συνειδητοποιώ ότι άργησα πεντέξι χρόνια νανακαλύψω αυτή τη Μεγάλη Λευκή Παραλία, αλλά πριν από μένα την ανακάλυψαν μερικές χιλιάδες κινέζοι και κορεάτες τουρίστες, το Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, μεταχίπικα ρετάλια που άνοιξαν φαγάδικα και σχολές για καταδύσεις και η Yellow Cab Pizza Company. Ωστόσο με πενήντα πέσος παίρνεις μπύρες κι οι διαθέσεις εξισορροπούνε, κι αν είσαι σαν και μένα μπορείς να υπομείνεις τον συστηματικό αεροπορικό βομβαρδισμό από Μπομπ Μάρλευ και χαριτωμένες πουτάνες. Αυτό που δεν αντέχεται είναι να περπατάς χαμένος στις σκέψεις σου και ξαφνικά απέναντι να αντικρίζεις την ελληνική ταβέρνα ‘το κύμα’ και δίπλα της το μπριζολάδικο Βαλχάλλα. Μουρμουρίζεις κατάρες κάτω από τα μουστάκια σου και μπαίνεις στο επόμενο μπαρ, ανύποπτος, μέχρι που σε περιτριγυρίζουνε μισή ντουζίνα νάνοι και σε βοηθάνε να βρεις τραπέζι. Καθώς διαλέγεις ένα με τον τοίχο στην πλάτη σου, ο τοίχος έχει πάνω του τον Γκάνταλφ ζωγραφισμένο και καθώς ένας ογδοντάποντος φιλιπινέζος σου δίνει το μενού, διαβάζεις ότι βρίσκεσαι μέσα στο Χόμπιτ Χάουζ, χαλαρώνεις και ζητάς ποτό. Στο βάθος, ο μόνος κανονικού ύψους τύπος κάθεται στο ταμίο. Του απαγορεύεται να σερβίρει.









Σα σαλιγκάρια, οι τουρίστες κατηφορίζουνε στην παραλία μετά τη βροχή και μαζεύονται μπροστά από ένα βράχο. Ανεβαίνουνε τα σκαλάκια και μπανίζουν το μικρό άγαλμα της καθολικής παναγιάς. Συνεχίζω να περπατώ μέχρι το τέλος της αμμουδιάς. Μετά βουτάω και τραμπαλίζομαι στα κύματα κατάμονος. Ο ουρανός ξανασκοτεινιάζει και πλακώνει καταιγίδα. Βγαίνω τρέχοντας με τη βροχή και τον αέρα στα μούτρα μου και τρυπώνω σένα μπαρ με μεξικάνικο ντεκόρ. Δυο άλλοι τύποι στεγνώνουνε. Καπνίζουμε και μιλάμε για διάφορα. Δε θυμάμαι τι λέμε. Μερικών αντρών η μνήμη είναι γόνιμη και λειτουργική, σαν το Δέλτα του Οκαβάνγκο. Εμένα είναι άδεια κι άνυδρη, σαν την Καλαχάρι παραδίπλα.




Πάω στην άλλη μεριά του νησιού – ψαροκάικα και γυναίκες που μαζεύουνε αχινούς. Γυρίζω, ζούγκλα, βάλτοι, μετρητές καρφωμένοι στα δέντρα. Γαρίδες και καλαμάρια για φαί και πάλι το ίδιο βαλς, σαν μιγκέλ, ρεντ χορς, λόουν σταρ λάιτ. Παέγιες, ρέγκε, ρούμι καρύδα. Αλλά ο χρόνος έχει ξοδευτεί.