2007/08/15

νύχτες αργίας



Ξεκινάμε νωρίς, χωρίς τις γυναίκες, να φάμε στο ρώσικο. Ανυσηχώ ότι καθυστερούμε απαράδεχτα, ότι δε θα προφτάσουμε να κουρουμπελιαστούμε για το δεύτερο μέρος της νύχτας, την επιδρομή μας σε ολόκληρη τη ρώσικη συνοικία, και παραγγέλνω ένα μπουκάλι βότκα. Από της φτηνές. Ίστοκ. Υπάρχουν και φθηνότερες, παρασκευασμένες σε φαρμακευτικές εγκαταστάσεις στη νότια Κίνα, αλλά μου έχουν πει επανειλημμένα ότι αυτές οι μαλακίες τυφλώνουν, ή τουλάχιστον ότι περνάνε 3 μέρες πριν συνέρθεις. Παίρνω και δεύτερο μπουκάλι ΙΣΤΟΚ και αρχίζω να εντοπίζω δισταγμό στα μάτια των φίλων μου. Φοβούνται ότι σύντομα δε θα μπορούμε να διατηρήσουμε τα προσχήματα, να μείνουμε μέσα στις γραμμές, ή τουλάχιστον να αντέξουμε μέχρι τις 5 το πρωί, που είναι το μεγαλεπίβολο πλάνο. Καγχάζω, ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο. Ρωτάω τη σερβιτόρα αν θαρχίσει κάποια στιγμή το γαμημένο το σόου, αλλά μου λέει, απόψε δεν έχει. Σπάζομαι, ήθελα να ακούσω τον τύπο να τραγουδά την Κατγιούσα, μια απίστευτη προσωπική μου εμμονή – η γυναίκα μου με βεβαιώνει ότι συχνά, όταν είμαι πιωμένος, μουρμουράω ή σφυρίζω την Κατγιούσα στον ύπνο μου. Τρώμε, πίνουμε, καπνίζω. Αθροίζονται άδεια μπηροπότηρα και σφηνάκια στο τραπέζι, σπρώχνοντας το κοτόπουλο Κιέβου και τις γεμιστές πιπεριές, παρακάμπτοντας τασάκια και κινητά, μέχρι που αποφασίζουμε να την κάνουμε, φορτωνόμαστε σε διάφορα ταξί και γραμμή για τα ύποπτα.

Ο φωτισμός στο πρώτο είναι για τον πούτσο και οι γκόμενες για τα μπάζα. Κάποιος βλέπει τα φρύδια μου να σμίγουν και με κερνά μια μπύρα καλοκάγαθα. Χαλαρώνω, ανάβω τσιγάρο, κοιτάζω ολόγυρα. Είναι η ώρα για το πρώτο κατούρημα της βραδιάς, μια στιγμή δυνητικά περίπλοκη και επικίνδυνη σε κάθε κλαμπ κινέζικης πόλης – θα προτείνουν να μου κάνουν μασσάζ στο ουρητήριο, θα περιμένει ο τύπος πενήντα σεντς φιλοδώρημα επειδή μου σκούπισε τα χέρια με ζεστή πετσέτα; Κατουράω και γυρίζω πενήντα σεντς ελαφρότερος, αποφασισμένος να φύγω από κει μέσα πάραυτα και τους πείθω να την κάνουμε για το νησί του θησαυρού, όπου το σόου πρόκειται να αρχίσει. Κάτι δεν πάει καλά, το αισθάνεσαι βαθιά μέσα σου, μια απαράδεχτη καθυστέρηση, οι λιγοστοί θαμώνες, οι απουσία των χορευτριών και αίφνης!.. σου σκάνε το παραμύθι, κάτι η αστυνομία απέξω να μαζεύει πουτάνες επειδή κάποια αφρικάνικη εμπορική αντιπροσωπία έχει σκάσει μύτη στην πόλη, κάτι η λάθος μέρα, και όλες οι στριπτιζούδες απουσιάζουν. Το κενό του προγράμματος συμπληρώνει ένας νέγρος σε ποδήλατο που κόβει γύρες στην πίστα, στροβιλίζοντας μανουάλια αναμμένα πάνω από το κεφάλι του, κι ενώ η δυσπιστία περνά τη μπάλα στην απογοήτευση, τα μεσάνυχτα με βρίσκουν να φωνάζω, τι στον πούτσο κάνω σαυτές τις γαμημένες ερημιές στις εσχατιές του κόσμου, αναμφίβολα μισομεθυσμένος σε ποιητικό οίστρο. Πάμε στον παλιό ελέφαντα, λέει ο Καναδός, το σόου δεν μπορεί να είναι χειρότερο και ξεκινάμε, ένα βακχικό μπουλούκι στα όρια των πεζοδρομίων και της ευπρέπειας, αποφασισμένοι, αποφασισμένοι για τί πράμα; 10, έστω 5 χρόνια πριν, είσαι σίγουρος, η καταστάσαση θα εκτροχιαζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τώρα όλα τα σημάδια είναι εκεί, κάποιος χασμουριέται, κάποιος μιλάει ΓΙΑ τη γυναίκα του, για όνομα της Παναγίας, θες να πεις, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση εκτός απαυτή, θες τουλάχιστον ένας από τους φίλους σου να ξεφύγει, να παίζει μπουνιές με τον μπάουνσερ από το Βλαδιβοστόκ, να κολλήσει στη μεθυσμένη βυζαρού που κάθεται στο δίπλα τραπέζι με τη φίλη της, σου κάνει τα γλυκά μάτια, η φίλη της την κάνει για λίγο διακριτικά, επιτρέποντας σε άλλες συνθήκες να πας να της πεις την ΑΤΑΚΑ, οποιαδήποτε ατάκα, εφόσον είναι τόσο χάλια από τα ξύδια που όπως λέω στον αυστραλοκαναδό, βρίσκεται ένα κέρασμα μακριά από το να σου κάνει τσιμπούκι στην τουαλέτα..

Ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις, οι μπύρες και τα σφηνάκια δεν αρκούν, δε φτουράνε σαυτή την καμπή της βραδιάς, κανείς δεν μεθάει, απλά κουράζεται, κι αυτή τη στιγμή, παλέβοντας να το σώσουμε πάμε στο σίγουρο, το μπαρ με τις μογγόλες, τίγκα σε μια αρχαία γενιά εκπατρισμένων, εκεί που βλέπεις το πρώην αφεντικό σου να φορά λουστρίνια μ άσπρες κάλτσες, και να φλερτάρει μια μογγόλα που γεννήθηκε μογγόλος δίχως να το ξέρει, ή ίσως και να το ξέρει, ποιός είσαι εσύ τώρα που θα κριτικάρεις, σιγά μην πας και στην εκκλησία το πρωί. Κάποιοι πλακώνονται στα χοτ ντογκ, κι εσύ αγωνίζεσαι να καταλάβεις αν ο ρώσος που παραπονιόταν μεθυσμένος έξω από το προηγούμενο, όντως έχασε διαβατήριο και εισητήρια και δεν είχε που να πάει και τι να κάνει – μια τσακισμένη αδελφότητα από μπέκρες και σκλάβους των γραφείων.

Αρχίζει να φωτίζει, γυρίζω, προσπαθούσε όντως να εξηγήσει στον κινέζο θυρωρό εκείνος ο τύπος ότι έχασε τον φορτιστή του κινητού; Τελευταίο τσιγάρο στο ξημέρωμα, οι πρώτοι συνταξιούχοι που βγάζουν τα σκυλιά τους να χέσουν ή που το ρίχνουν στο τάι τσι και τις ασκήσεις, μια πραγματική ερημιά του μυαλού και μετά τίποτα.

2007/08/10

Ιαπωνία 2004

Έχω παρατηρήσει ότι μου είναι αδύνατο να γράψω σοβαρά (λέμε τώρα) και περιγραφικά για την Ιαπωνία. Ο πλανήτης Ιαπωνία βρίσκεται σε ένα παράλληλο σύμπαν, μέσα σε ένα διαστροφικό νεφέλωμα. Μιλάμε για έναν τόπο που έχει για πιό διάσημο πίνακα ζωγραφικής του 19ου αιώνα μια γυναίκα που βιάζεται από ένα χταπόδι. Έναν τόπο γεμάτο αυτόματα σημεία πώλησης, που ρίχνεις κέρματα και σου φτύνουν έξω χρησιμοποιημένα κυλοτάκια. Έναν τόπο, που έχει 3127 εταιρείες που πουλάνε δονητές, ψεύτικα βυζιά και φουσκωτές κούκλες. Όχι καταστήματα. Όχι αλυσίδες καταστημάτων. ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΦΤΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Αυτό το νούμερο είναι επικό, κολοσσιαίο, πελώριο και μπορείς να το συλλάβεις ενορατικά σε όλη του τη μεγαλειότητα μόνο μετά από ένα μπουκάλι αψέντι και οχτώ χαρτόνια άσιντ. Συνεκδοχικά, αφήγηση του στυλ, ωραίες λίμνες και χαριτωμένοι ναοί, είναι παντελώς άκυρη κι αδόκιμη, γιαυτό βάζω μόνο μερικές φωτογραφίες από το ταξίδι μου.


εδώ κρεμάγανε τους πειρατές στο νότο



μπαρόκ ρέπλικα πειρατικού καραβιού στη λίμνη Χακόνε


χάι τεκ γκαράζ στη Γιοκοχάμα


ένα εθνικό φετίχ
στο Χαρατζούκου μερικές πιτσιρίκες φοράνε τα εσώρρουχα πάνω από τα ρούχα. Σοβαρά.


γκέισσες

σιντοϊστικός γάμος
Σάκε! ο μεγάλος μπρούτζινος βούδδας στην Καμακούρα




2007/08/02

Κουρτζ



..Kurtz had apparently intended to return himself, the station being at that time bare of goods and stores, but after coming three hundred miles, had suddenly decided to go back, which he started to do alone in a small dugout with four paddlers, leaving the half-caste to continue down the river with the ivory. The two fellows there seemed astounded at anybody attempting such a thing. They were at a loss for an adequate motive. As to me, I seemed to see Kurtz for the first time. It was a distinct glimpse: the dugout, four paddling savages, and the lone white man turning his back suddenly on the headquarters, on relief, on thoughts of home - perhaps; setting his face towards the depths of the wilderness, towards his empty and desolate station.


Ο Μάρλοου βλέπει με το νου του τον Κουρτζ να γυρίζει στο σκοτάδι, χωρίς λόγο, χωρίς κίνητρο, ένας άντρας με τερατώδεις αρετές και γιγάντια οράματα επιστρέφει στη μαύρη καρδιά της ζούγκλας, σε μια πρωτόγονη μοναξιά, στην αποκτήνωση, την αρρώστεια και τέλος το θάνατο. Το κίνητρο που ψάχνουν οι έμποροι του Κεντρικού Σταθμού, το κίνητρο που προσπαθεί να καταλάβει ο αφηγητής ενώ το ατμόπλοιο σέρνεται στα νερά και τις ομίχλες του ποταμού, το κίνητρο που συνεχίζει να του διαφεύγει ενώ ο μαύρος που πιλοτάρει σκοτώνεται, ενώ ο ρώσος αρλεκίνος στον Εσωτερικό Σταθμό υμνεί τον Κουρτζ σαν υπεράνθρωπο (έχοντας για φόντο τα παλουκωμένα κεφάλια στο φράχτη), ενώ ο ίδιος ο Κουρτζ, πάνω σε ένα φορείο, με σκελετωμένο χέρι σταματά τη σφαγή των λευκών - το κίνητρο που εξηγεί τον ιδιότυπο αναχωρητισμό του άντρα, την απόρριψη της ευρώπης, τη βίαιη απόσπαση του ελεφαντόδοντου από τις άλλες φυλές, το αίμα, την απότομη προτροπή στο τέλος του δοκιμίου του για τον εκπολιτισμό της Αφρικής - EXTERMINATE THE BRUTES!- το κίνητρο αυτό δεν ανιχνεύται πουθενά. Εκ των υστέρων, μπορείς να γράψεις για τις πλάνες της αποικιοκρατίας, τις προκαταλήψεις των ευρωπαίων, τη σύγκρουση του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα, αλλά και πάλι δεν είσαι σίγουρος αν η σκοτεινή καρδιά ανήκει στην αφρική ή στον Κουρτζ, αν επιλέγει ή αν απλά αφήνεται, πέρα από εξορθολογισμούς, πέρα από τις επιφάσεις των πράξεών του, πέρα από τα αφελή οράματα των συγχρόνων του.



Αλλάζω δρόμο - ίσως ο κόσμος είναι λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινός αυτές τις μέρες και ίσως τα γραπτά του Κόνραντ, αλλά και του Στάνλευ, του Λίβινγκστον, του Μπέρτον, ακόμα και του υμνητή της αποικιοκρατίας (γιαυτούς που δεν πιάνουν τον αυτοσαρκασμό) Κίπλινγκ, μοιάζουν εξωτικά και χαριτωμένα και απλουστευτικά, αλλά αυτοί που έχουνε πάει στους σκοτεινούς τόπους, στρατιώτες, έμποροι, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, περιηγητές καταλαβαίνουν ότι οι διαχωριστικές γραμμές λεπταίνουν, το δίκιο και το άδικο, η ηθική κι η πράξη-

είναι μια λαχτάρα που ξεπερνάει τις ιδέες που έχεις για τον εαυτό σου και τα σχήματα που έχεις οργανώσει στο κεφάλι σου για να παγιδεύεις τον κόσμο και τις όψεις του, όχι τόσο ιδέα όσο κάτι που ακούς ή μυρίζεις, κάτι που δεν εξορθολογίζεται, κάτι που δεν είναι κίνητρο για να καταλάβουν οι άλλοι, κάτι που έρχεται από μακριά και σε χτυπά σα χίλια σφυριά - όχι να φύγεις, αλλά να χαθείς, μια επιστροφή με την ουσιαστικότερη σημασία.

Δε μου βγαίνει με τίποτα - Mistah Kurtz - he dead!