2007/03/29

Μακάο












Παίζω το φαβορί στην πρώτη κούρσα, βγαίνει το αουτσάιντερ. Αλλάζω τακτική, παίζω τις δυο πρώτες θέσεις, τραυματίζονται τα κωλόσκυλα. Πέμπτη κούρσα, έχω απηυδύσει με τη γκίνια μου και παρατηρώ τα σκυλιά προσεχτικότερα. Το παίζω ειδήμονας, βλέπω τους μυς στα πίσω πόδια, πόσο γραμμωμένοι είναι, πως ανασαίνουνε, πως περπατάνε και ξάφνου το 5 αρχίζει να χέζει. Τι σημαίνει αυτό, μήπως είναι άρρωστο, μήπως αλαφραίνει και θα τρέξει καλύτερα; Χοροπηδάει, ενθουσιασμός ή δυσφορία; Δεν μπορώ να αποφασίσω, παίζω το 1 και το 3 για τις πρώτες θέσεις.

Το 5 τερματίζει πρώτο. Και γω πάω για μπύρες.


Πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα σε κάποιον τόπο και σκέφτηκα, εδώ θα ήθελα να ζω. Για πρώτη φορά βρέθηκα κάπου και σκέφτηκα, εδώ θα ήθελα να ταφώ. Παρέα με όλους αυτούς τους αμερικάνους καπετάνιους, τους δανούς και γερμανούς διπλωμάτες, τους άγγλους ζωγράφους. Σε αυτόν τον απλό κήπο με τις προτεστάντικες πλάκες, να έρχεται ο καντονέζος που και που να καθαρίζει την πλάκα μου και να συλλαβίζουνε το όνομά μου – χαμένο και δίχως νόημα – χοντροί τουρίστες που πηγαίνουνε γραμμή για φτηνές πουτάνες και καζίνα. Δίπλα στο πάρκο των ποιητών, πάνω από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και μια ιδέα χαμηλότερα από τα κανόνια πάνω στο πορτουγκέζικο φρούριο. Τέτοιο τάφο θέλω.



Η κάμερα πιάνει μια ιστορική στιγμή, την αποτυπώνει και αιχμαλωτίζοντάς την, την απομακρύνει από κάθε άλλη. Σε ποιόν ανήκει αυτή η στιγμή, στους συμμετέχοντες ή σε κάποιον άλλο; Περπατάω μέσα στην έκθεση και νομίζω ότι βλέπω ένα φωτογραφικό αφιέρωμα για το πέρασμα του Μακάο από την Πορτογαλλία στους κινέζους. Φωτογραφίες επίσημες από συμφωνίες, υπογραφές, πρωτόκολλα, όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις που μαζεύουνε τύπους με ακριβά κουστούμια και πένες και βάζουνε υπογραφές που ορίζουνε τη ζωή μας. Αλλά κάτι δεν πάει καλά. Σε κάθε φωτογραφία υπάρχει ένας ξένος, ένας τυπάκος που έχει μπει στα σίγουρα με φώτοσοπ στην εικόνα, κάτι δεν πάει καλά με του μουσάκι αλά ρισελιέ που έχει.
Κάποιος εισβάλλει στην ιστορία, αλλιώνει τα ντοκουμέντα, με την παρουσία του – εκ των υστέρων – οικειοποιείται τη στιγμή.




Όταν πάει κανείς στην Ιερουσαλήμ, βλέπει τον τοίχο των δακρύων. Όταν πάει στην Πράγα, το αστρολογικό ρολόι. Και όταν πάει στο Μακάο, προσκυνά στο καζίνο του χοτέλ Λισμπόα. Τσάμπα προσκύνημα δηλαδή, τρελή γκαντεμιά και πάλι.
Κάτι οι Τριάδες με τους δράκους στιγματισμένους στα μπράτσα τους, κάτι που ήτανε τίγκα όλα τα τραπέζια για μπλακ τζακ, κάτι που είχα φάει τα χονγκονέζικα δολλάρια και δεν πέρναγε το συνάλλαγμά μου, κάτι η γυναίκα που γκρίνιαζε, κάτι οι πιτσιρικάδες στους κουλοχέρηδες, χαλάστηκα.
Συνεχίζω να πιστεύω ότι τα καλύτερα καζίνο τα έχω δει στη νότια αφρική.



Όταν οι πορτογάλλοι έφτασαν στο μακάο το 1513, βρήκανε ένα ψαροχώρι. Στην αρχή, δεν ήθελαν καν να το κυβερνήσουνε και αφήσανε έναν καρδινάλιο για επίτροπο. Αυτός είπε, θα κάνω ότι μπορώ και μετά θα σας επιστρέψω τη διακυβέρνηση. Στη συνέχεια, οι πορτογάλλοι πήγανε κατά Ιαπωνία μεριά για να συνεχίσουνε το εμπόριό τους, αλλά τα πράματα στραβώσανε λίγο αργότερα, όταν οι σαμουράι παλουκώσανε τους Ιησουίτες και διώξανε τους λευκούς από τον τόπο τους για 3 αιώνες. Στο μακάο και πάλι, φτιάξανε φρούριο, βάλανε τα κανόνια στις πολεμίστρες, σοβαρεύτηκαν και άρχισαν να περνάνε καλά. 100 χρόνια αργότερα τους πολιόρκησε ο ολλαντέζικος στόλος, αλλά πάνω που θα μπούκαραν οι ολλανδέζοι, μια τυχαία μπάλα από κανόνι έσκασε στην πυριτιδαποθήκη των επιτιθέμενων, αυτοί πανικοβλήθηκαν, ξαναμπήκανε στα καράβια τους και έφυγαν. Οι πορτογάλλοι το θεώρησαν θαύμα – μάλλον του Παύλου, του οποίου ο ναός χτίστηκε κάτω από το φρούριο και η πρόσοψή του παραμένει και σήμερα.







Έφτιαξαν λοιπόν οι Ιησουίτες εκκλησίες, ορφανοτροφεία, λεπροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, δρόμους και λοιπά. Το μακάο έγινε κέντρο εμπορικής δραστηριότητας. Αιώνες μετά, όταν οι άγγλοι αποφάσισαν να επιστρέψουνε το χονγκ κονγκ, οι πορτογάλλοι πρότειναν πρώτοι να επιστρέψουνε και αυτοί το μακάο, αλλά οι κινέζοι τότε αρνήθηκαν. Τελικά τους το γύρισαν το 1999 χωρίς φανφάρες και συμβάντα.


Κλαμπ μιλιτάρ

Μπαίνω μέσα και πάω απευθείας στη ρεσεπσιόν.

- παρακαλώ, λέει η Ινδέζα, πως μπορώ να σας βοηθήσω;
- Το εστιατόριο τι ώρα ανοίγει, ρωτάω.
- Στις 7, αποκρίνεται. Αν θέλετε, μπορείτε να περιμένετε στην άλλη αίθουσα
- Ωραία, λέω
- Για να παραγγείλετε στο μπαρ, όμως, χρειάζεται να είστε μέλλος
- Ωραία, ξαναλέω, πως γίνεται κανείς μέλος
- Συμπληρώνετε αυτό το έγγραφο..
- Ωραία, λέω, ονειρευόμενος τις σαν μιγκέλ που θα πιω
- Και πληρώνετε μια συνδρομή 3000 δολλάρια-
- Ευχαριστώ, λέω και βγαίνω έξω.

Κατάρα. Και για λίγο είχα μια εικόνα του εαυτού μου, σε μια βαθιά πολυθρόνα, με πούρο στο ένα χέρι και κονιάκ στο άλλο, να κοιτάζω τον κήπο έξω από το μέγαρο και να φαντάζομαι τις φυτείες μου στη Μοζαμβίκη.

Το μουσείο του Μακάο στεγάζεται πλέον πάνω στο φρούριο και είναι το παλιό σπίτι του κυβερνήτη. Έχει τρεις ορόφους και στον πρώτο, στις δυο πλευρές, τρέχουνε παράλληλα η πορτουγκέζικη και η κινεζική ιστορία, μέχρι τη σύγκλιση και μετέπειτα την απομάκρυνσή τους. Στο δεύτερο και στον τρίτο όροφο έχουνε αναπαραστήσει δωμάτια και σκηνές από τη καντονέζικη ζωή του περασμένου αιώνα.


Στο υπόγειο όμως, έχουνε αφιέρωμα σε έναν από τους σπουδαιότερους κινέζους του αιώνα.

Τον Ντενγκ Σιάο Πινγκ, δε μπορείς να μην τον θαυμάσεις. Πριν από όλα, επειδή έφυγε από το φτωχοχώρι του στις αρχές του 20ου αιώνα και κατόρθωσε να σπουδάσει σε Γαλλία και Ρωσία. Έπειτα, επειδή πολέμησε 20 χρόνια στα βουνά, πρώτα σε αντάρτικο, έπειτα στο σινοιαπωνικό και τέλος ενάντια στην Κουομιντάνγκ. Και τελευταία, επειδή αν και με τις εκκαθαρίσεις της πολιτιστικής επανάστασης τον έστειλαν για λίγα χρόνια να επισκευάζει τρακτές στο Ανχουί, με την επάνοδό του συνέχισε να πιστεύει ότι η Κίνα έπρεπε να ανοιχτεί στον έξω κόσμο. Διαπραγματεύτηκε την επιστροφή του χονγκ κονγκ και του μακάο, εμμένοντας στην αρχή «μια χώρα, δυο συστήματα», δίνοντας δηλαδή εγγυήσεις στις καπιταλιστικές αποικίες ότι για τουλάχιστον πενήντα χρόνια μετά την επιστροφή δε θα υπάρξει καμιά αλλαγή στο κοινωνικό και οικονομικό σύστημά τους. Κράτησε κριτική στάση απέναντι στο Μάο, τονίζοντας ωστόσο σε κάθε περίπτωση, ότι το όραμά του ήταν ανώτερο από τα όποια λάθη του.

Τα ξενοδοχεία στη Ρούα ντε Φελισιτάδε, τιμάνε τις υπηρεσίες τους με τρόπο παράξενο. 3 στη σειρά, ίδια κατηγορία, διαφορετικές τιμές. Ρωτάω γιατί. Μου εξηγούνε, για όλα φταίνε οι πουτάνες που ψωνίζονται στις εισόδους τους. Τι, ρωτάω, αυτά είναι τα ακριβότερα. Όχι μου λένε, αυτά είναι φτηνότερα. Δεν καταλαβαίνω τον κόσμο που ζω.


Από την άλλη, αποφασίζω να αναβαθμιστώ το δεύτερο βράδυ γιατί το πόδια μου περίσσευαν από το κρεβάτι στο πρώτο και φτηνότερο ξενοδοχείο. Το δεύτερο βλέπει και σε εστιατόριο για ντιμ σαμ και δε με χαλάει καθόλου να φάω γαρίδες για πρωινό. Άσε που έχουνε στην τηλεόραση περισσότερα κανάλια. Αλλά κάνω το λάθος και βλέπω τον «πρώτο ιππότη» με τον Ρίτσαρντ Γκηρ. Πνιγμένος στις ενοχές, ρίχνω το φταίξιμο στα πορτουγκέζικα παϊδάκια που τσάκισα για βραδινό και τις υποψίες υποβόσκουσας δυσπεψίας.



2007/03/09

αποτυχημένη άσκηση αυτοπειθαρχίας






Καθώς η αυτοκυριαρχία μου πάει περίπατο, καταλαβαίνω απόλυτα και μέχρι τα κόκκαλά μου τον τυπάκο της φωτογραφίας:



2007/03/05

Γλωσσικά ζητήματα


Χρησιμοποιώ αρκετά ξένα τοπονύμια και κύρια ονόματα στα κείμενά μου, και μόλις συνειδητοποίησα ότι είμαι αρκετά ασυνεπής στην απόδοσή τους με ελληνικούς χαρακτήρες. Συχνά αποφεύγω να τονίζω, ακόμα κι όταν υπάρχουν τουλάχιστον δυο συλλαβές. Άλλες φορές, πετάω ένα κεφαλαίο στη μέση της λέξης για να δείξω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ξεχωριστή λέξη, αντί για δεύτερη συλλαβή. Ο λόγος είναι ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας απολύτως ικανοποιητικός τρόπος για απόδοση ξένων λέξεων που προέρχονται από μη αλφαβητικές γραφές στα ελληνικά. Για παράδειγμα, οι κινέζικες λέξεις που χρησιμοποιώ είναι αδύνατο να αποδοθούν με ακρίβεια, ακόμα και στη στάνταρ λατινικοποίηση με 4 σημάδια τονισμού, το λεγόμενο pinyin σύστημα που χρησιμοποιείται ευρέως υποκαθιστώντας τους κινέζικους χαρακτήρες. Από την άλλη, ένα σχόλιο του τούκυ σε ένα από τα πρώτα κείμενά μου με έκανε να σκεφτώ ότι κάποιος που ενδεχομένως θα ήθελε να ψάξει πληροφορίες για κάτι που έγραψα θα συναντούσε δυσκολίες χρησιμοποιώντας μια μηχανή αναζήτησης.
Φυσικά, θα μπορούσα να διευκολύνω την κατάσταση, αν κάθε που ρίχνω μια κινέζικη λέξη με ελληνικά γράμματα, γράφω και την pinyin εκδοχή, καθώς και τους κινέζικους χαρακτήρες, αλλά αυτό είναι μια χρονοβόρος διαδικασία και μια προοπτική που δε με ενθουσιάζει καθόλου. Ως συνέπεια αυτών, χάνω το δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ για την φρικαλέα απόδοση κινεζικών λέξεων σε άλλους τόπους του ελληνικού δικτύου. Αυτό δεν είναι και τόσο κακό, διότι τη στιγμή που ένας δικτυακός τόπος αρχίζει να τα χώνει σε έναν άλλο πάνω σε ζητήματα φόρμας και όχι ουσίας, περνάει σε μια αυτοαναφορική φάση χάι τεκ αυνανισμού.
Σχετικά με την ελληνική ορθογραφία μου, δε θα αναλωθώ σε ψευτομετριοφροσύνες. Πρέπει να τονίσω ότι όταν γράφω λέξεις όπως αβγό, παρασκεβιάτικα κλπ., γνωρίζω πως αποκλίνω από τη σωστή ορθογραφία, αλλά το κάνω επίτηδες για μια πλειάδα λόγων ( το βήτα μου θυμίζει βυζάκια και ως εκ τούτου το χρησιμοποιώ συχνότερα, το χ και το φ μεταφέρουν μεγαλύτερη αμεσότητα από το κ και το π, το στρίμωγμα συμφώνων συμβολίζει ευκολότερα το βάρος της χειρονακτικής εργασίας της ανάσυρσης αναμνήσεων).
Αν γινόταν, θα ήθελα να γράφω όπως ο Ναϊπώλ, ή ο Λε Καρρέ, δηλαδή σε μια πρόζα κυνική και ακριβόλογη, με σπάνια δείγματα λυρισμού. Στο ελληνόφωνο δίκτυο υπάρχει υπερβολή στην έκφραση που σπάνια συμβαδίζει με την αξία του περιεχομένου. Από την άλλη, μου αρέσει να διαβάζω το Βαγγέλη και αυτόν εδώ τον τύπο, επειδή αν και ιδεολογικά με χωρίζουν πολλά και από τους δυο, θεωρώ ότι αξιοποιούν τη γλώσσα μας με έναν δυνατό τρόπο, τόσο δυνατό που σε οποιαδήποτε λογική χώρα θα είχανε βγάλει ένα καζίνο φράγκα γράφοντας βιβλία.
Για μένα, ιδανική αξιοποίηση του μέσου θα ήταν να υπάρχουν μόνο εξειδικευμένα βλόγκια, δηλαδή να γράφουν πυροσβέστες, ειδικοδυναμίτες, φύλακες σωφρονιστικών καταστημάτων, πουτάνες, λαθρέμποροι, μάγειρες, ακροβάτες και λοιποί για τις εμπειρίες τους, μόνο για πράματα που ζουν και ξέρουν άριστα. Το περί πάντων μπλα μπλα μπορεί να συντηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, όπως προσωπική γνωριμία με το γράφοντα ή πελώριο ταλέντο στην έκφραση. Αυτή η διαπίστωσή μου με φέρνει σε δύσκολη θέση, διότι ναι μεν προσπαθώ να περιορίσω τη θεματολογία μου, αλλά ακόμα κι έτσι δεν ξέρω ποιόν και γιατί θα μπορούσε να ενδιαφέρει.
Τελικά, όπως έγραψε ο μεγάλος Μπουκόφσκι, όλα αυτά είναι το διανοητικό αντίστοιχο του να λιμάρει κανείς τα νύχια του.

2007/03/03

TσινγκΝταο, ΣανΝτονγκ





Αθροίζω πόλεις. Φτιάχνω στο νου μου συλλογές από χιλιόμετρα. Άλλο ένα αεροδρόμιο, άλλος ένας αυτοκινητόδρομος, άλλο ένα ξενοδοχείο. Θέλω να δω τον τόπο και το νερό όπου θα περάσουνε τα γιωτ και οι ιστιοσανίδες το 2008. Τον τόπο της πρώτης κινέζικης μπύρας.


Σι λαο ρεν γκουαν γκουαν γιουεν. Σκαρφαλώνω τους βράχους και τα πέτρινα σκαλοπάτια, τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι κάτω από τον κάθετο ήλιο. Κιόσκια και τσαγερίες, φυτείες και πέτρες. 6 φορές χτυπάω με το ξύλο την πελώρια μπρούτζινη καμπάνα, για τύχη και μακροζωία. Συνεχίζω την ανάβαση, μόνο και μόνο για να δω τη θάλασσα να στραφταλίζει από την κορυφή. Μοναξιά. 2 λεωφορεία τίγκα, σταμάτησαν στην είσοδο και όλοι μπούκαραν στο σουπερμάρκετ. Αγόρασαν παστά και σνακς, έριξαν ένα βλέφαρο στο λόφο και ξανάφυγαν.






Οι κάτοικοι της πόλης είναι χαλαροί, παραλιακοί, προάστιοι. Δε σηκώνουνε για δεύτερη φορά το βλέμμα πάνω στις μουτσούνες των ξένων. Δεν παζαρεύουν ασταμάτητα όπως οι λοιποί κινέζοι. Ψαρεύουνε στις προβλήτες, ξεραίνουνε τα ψάρια και τους αστερίες στους δρόμους, πουλάνε πέρλες και μπιχλιμπίδια από όστρακα. Βάζουνε γλυπτά αφηρημένα, από ατσάλι και πλαστικό στις πλατείες τους και τα βάφουνε κατακόκκινα. Παίζουνε μουσική παντού, έχουνε στα δέντρα μεγάφωνα. Πετάνε χαρταετούς στην πλατεία της 4ης Μαίου, αγοράζουνε ξύλινα χτένια έξω από το δημαρχείο. Ήρεμα, κάτω στα βράχια, βγάζουνε τα καβούρια από τις τρύπες τους.





Το Νοέμβρη του 1897 ο γερμανικός στρατός αποβιβάστηκε στο Τσινγκντάο και το κατέλαβε για περίπου 20 χρόνια. Κουβαλήθηκαν αρχιτέχτονες που έφτιαξαν ολόκληρες συνοικίες κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών προαστείων. Αυτός ο χαρακτήρας, διατηρείται ακόμα και σήμερα στο Πα ντα γκουάν, στους δρόμους με σειρές από διαφορετικά δέντρα, στις γοτθικές στέγες και τα παλιομοδίτικα, σχεδόν αποικιοκρατικά ξενοδοχεία. Το 1903 ξεκίνησε η πρώτη μπυραρία σε αυτούς τους μεσημβρινούς. Σήμερα, πίνουνε τη μπύρα τους – που φέρει το όνομα της πόλης τους – σαν αναψυκτικό. Ίσως γιαυτό να είναι όλοι τόσο χαλαροί. Το ετήσιο φεστιβάλ τους γίνεται Αύγουστο και Σεπτέμβρη. Το μουσείο τους ανοίγει πιο συχνά. Ανάκατα κουβαλάω στο μυαλό μου αυτές τις ιδέες, ανεβαίνοντας πλακόστρωτα σε παλιές συνοικίες μέχρι να φτάσω στο εγκαταλειμένο, διαλυμμένο, πέτρινο παρατηρητήριο για τις πυρκαγιές.




« Δε μου αρέσει η τέχνη του, θυμίζει παιδιά νηπιαγωγείου», μου λέει ο τύπος. Κι όμως, τα βαριά, σεζανικά χρώματα του Ου Τσανγκ Τσιάνγκ είναι άψογα. Κλείνει το μάτι σε ανατολή και δύση. Χαζεύω τους πίνακες, περιμένω να πάει 12, να τελειώσει η λειτουργία για τους καθολικούς κορεάτες της πόλης και να πάω δίπλα να δω τον καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ. Μπαίνω, κάθομαι σε ένα στασίδι και κοιτάζω. Τίποτα νέο, το εξομολογητήριο, ο βωμός, ο πρώτος επίσκοπος θαμμένος μέσα, τα κουτιά για δωρεές, τα λατινικά τσιτάτα και ένα κακόγουστο κίτρινο πάνω στους τοίχους. Ξαναβγαίνω στον ήλιο. Καλύτερος ο ναός του Αγίου Παύλου, από ρώσο αρχιτέκτονα. Έλειπε ο φύλακας και έμεινα να καπνίζω ώρα στην κεντρική είσοδο, κοιτώντας τις μικρές να περνούν, τα μπουτάκια να αστράφτουνε, την κίνηση να χάνεται στο βάθος.







Αφού σκαρφάλωσα το πρόσωπο του πέτρινου γέρου στο σιλαορέν, θέλησα να πάω να δω τους βράχους του λαοσάν, αλλά δεν πρόφτασα. Έμεινα να κατηφορίζω τα εμπορικά του κέντρου προς την παραλία, τσεκάροντας τα παλιά ξενοδοχεία. Την άραξα στην πανσιόν μιας κόρης, τρελαμένης με τη θάλασσα και τα σκάφη, που αγόρασε ένα κτίριο, το έφτιαξε σαν πλοίο και το έκανε μπακπάκερς. Πήρε τη φάτσα μου με μια αρχαία κάμερα και μου ζήτησε να γράψω στο βιβλίο που σημειώνουν όλοι οι επισκέπτες της. Έγραψα, όπως κάνω πάντα, μια καλή τύχη σε αυτόν που μπορεί να διαβάσει τα γράμματά μου στις άκρες του κόσμου και βγήκα να φάω. Κατέληξα σε κορεάτικο, να τρώω καλαμαράκια ψητά με καφτή σάλτσα και να πίνω μπύρα. Ένα ζευγάρι δίπλα μου κάπνιζε ασταμάτητα και έφτυνε σε έναν πλαστικό κάδο. Την έκανα για να βρω μπαρ, ζέστη, δίψα και κατέληξα σε ένα ημιυπόγειο να πίνω και να ακούω σινάτρα, γαλλικά και την αγγλική βερσιόν του gloomy Sunday.





Άφησα τις ακτές και πήρα αεροπλάνο για πιο μέσα. Κάποια ταξίδια δεν τελειώνουν, ακόμα κι όταν βγάλω τα άπλυτα ρούχα από το σάκο μου.

2007/03/01

ΣιΑν, ΣαανΣι





Στον καιρό της δυναστείας των Τανγκ, ένας μεγάλος σεισμός χτύπησε την πόλη. Ο κόσμος φοβήθηκε και ζήτησε εξηγήσεις από τις αρχές. Ο αυτοκράτορας σκέφτηκε να κατευνάσει το Πνεύμα του Δράκου και έστησε μια μεγάλη παγόδα με κωδωνοστάσι στο κέντρο της πόλης. Αλλά 73 θαμμένοι αυτοκράτορες ολόγυρα, φούσκωναν τη γή. Εδώ δεν παίζουμε, σκέφτηκε ο ηγέτης του τόπου. Ubi sunt leones. Και μετέφερε την πρωτεύουσα από τη Σι Αν στο Πεκίνο.



Μια ώρα με το λεωφορείο βαστά η διαδρομή από το αεροδρόμιο στην πόλη. Περνάω αερογέφυρες, ημικαλλιεργημένες εκτάσεις, ρεκλάμες για προϊόντα και εργοστάσια, και μπαίνω στα όρια της αρχαίας πρωτεύουσας του Σααν Σι. Περιφερειακή ασχήμεια, γαλάζιες πινακίδες που διαφημίζουνε την είσοδο στην οικονομική ζώνη της επαρχίας του Λιντόνγκ. Στο βάθος, όμως, αρχίζει ήδη να φαίνεται το παλιό τείχος της πόλης. Άριστα διατηρημένο, ήταν να μπει στη λίστα της Ουνέσκο, ως τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αλλά αστόχησαν, χρησιμοποίησαν μοντέρνες μεθόδους διατήρησης και μερικής αναστήλωσης και αποκλείστηκαν. Για μένα, αυτό το τείχος είναι κάτι σα σύμβολο για όλες τις μικρές ατυχίες και ευτυχείς συμπτώσεις που οργανώνουνε τη Σι Αν, μνημεία που ανακαλύφθηκαν από χωρικούς καταλάθος, μικρές αστοχίες στα κτίσματα, έλλειψη χρημάτων για την πλήρη εκσκαφή της ιστορίας της πόλης που πάλλει λίγα μέτρα κάτω από το χώμα, μεταφορά της πρωτεύουσας από πρόληψη.



Τα δάχτυλα του Βούδδα μιλάνε στο δικό τους αλφάβητο. Δείχνουνε έλεος, δύναμη, ελπίδα, ευχή, επιείκεια, κατά πως στρέφονται προς τον ουρανό ή τη γή, πως μπλέκονται μεταξύ τους, τι δείχνουν, τι ένταση έχουν. Στις στήλες με τους χίλιους βούδδες υπάρχει μια παράξενη συμμετρία. Κατά περίεργο τρόπο, οι βούδες στη Σι Αν καταδεικνύουν ινδουιστικές επιδράσεις. Στις πινακίδες κάτω από τα γλυπτά διαβάζω, μποτισάτβα, αβαλοκιτεβάρα, σακυαμούνι. Εδώ πρωτομεταφράστηκαν στα κινέζικα τα ινδουιστικά κείμενα. Έχουνε πολλά χέρια τα αγάλματα και δυνατή μορφή οι ελέφαντες.






Το μπει λιν μπο ου γκουάν, το μουσείο των πέτρινων γραφών λέγεται και «δάσος με τις χαραγμένες πλάκες». Για αιώνες οι καλλιγράφοι σκύβουνε πάνω στις στιγματισμένες πλάκες και ξεσηκώνουνε τα ανάλεκτα του Κουμφούκιου, το βιβλίο του Μένσιου, ποιήματα δέκα δυναστιών, ανακτορικούς καταλόγους, ιστορικά κείμενα. Συγκρίνουνε γραμματοσειρές, βρίσκουνε την τεχνική που τους αρμόζει, εξετάζουνε την εξέλιξη των ιδεογραμμάτων. Κάποτε οι στήλες αυτές ήταν έξω από παλάτια, πανεπιστήμια, στη μέση κήπων. Τώρα, μαζεμένες όλες ολόγυρα σε μια αυλή, λένε την ιστορία της γραφής και της καλλιγραφίας στην Κίνα και πόσο απίστευτα δύσκολο είναι να καρφώνεις το πνεύμα στην πέτρα με λιγότερες από 21 χαρακιές στο κάθε σύμβολο. Πίσω από γυάλινες προθήκες κοιτάζω πέτρες που μιλάνε για την είσοδο του νεστοριανικού χριστιανισμού στην Κίνα του 7ου αιώνα, για τη μετάφραση των ινδουιστικών κειμένων, για τους κανόνες της υικής αφοσίωσης.



Στη μουσουλμάνικη συνοικία για φαγητό. Ζαχαρωτά φρούτα, γλυκά από φασόλι, πίττες με κρέας. Συλλέγω από όλους τους πλανόδιους πωλητές. Και ενώ έχω τιγκάρει κανονικά, μπαίνω σε εστιατόρια για κανονικό δείπνο. Παίρνω σούπα με κρέας αρνίσιο, ευτυχώς δεν την πήζουν στον κορίανδρο, πίνω το πικρό μου τσάι, ζεσταίνομαι. Ξαναβγαίνω και περπατάω στο παζάρι που κλείνει, πιτσιρίκια που ζητιανεύουν, πωλητές τσιγάρων, ελάχιστοι τουρίστες. Χτυπάνε τα ρουθούνια μου μυρωδιές ψημμένης πίττας, φτηνού λαδιού, φτηνότερου καπνού. Ελέγχω μια θεωρία που έχω, σύμφωνα με την οποία παντού στον πλανήτη υπάρχει ένα KFC ή ένα χαμπουργκεράδικο λιγότερο από 200 βήματα μακριά από το αρχαιολογικό ή τουριστικό αξιοθέατο. Μετράω από το τζαμί, 10, 20, 50..80. Πάλι δίκιο έχω.





Η ντε φου σιανγκ, εκτείνεται 100 μέτρα, κάτω από χριστουγεννιάτικα λαμπάκια και είναι τίγκα στους κράχτες. Μπροστά σε καφετέρειες και τσαγάδικα και μπαρ. Στην τύχη αποφασίζω και μπαίνω μέσα στο old skipper bar. Ένα σωσίβιο στον τοίχο. Μπάλα στην τηλεόραση. Αγιοβασίληδες στα παράθυρα. Ξύλινα δοκάρια στην οροφή. Ένας τύπος τραγουδάει ποπ κινέζικα, κυρίως τραγούδια από σαπουνόπερες. Μετά από δυόμιση χρόνια στην ανατολή, αυτή η έκρηξη κακογουστιάς δεν έχει πλάκα για μένα. Πίνω την μπύρα μου, κάνω το τσιγάρο μου και φεύγω. Είναι παγωμένος ο αέρας.



Ο πρώτος και μοναδικός αυτοκράτορας των Τσιν, ο Τσιν Σι Χουάνγκ ανέβηκε στο θρόνο στα δεκατρία του. Η μορφή του δεσπόζει πελώρια πάνω από την κινέζικη ιστορία. Έδωσε κοινό νόμισμα σε όλες τις επαρχίες, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πάνω από 2000 χρόνια και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Έφτιαξε μονάδες μέτρησης. Απλοποίησε και κανονικοποίησε τους χαρακτήρες της γραφής. Αλλά το μεγαλύτερο μέλημα της ζωής του, ήταν ο τάφος του.
38 χρόνια. 720.000 άντρες. Το μεγαλύτερο ταφικό μνημείο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ξεκουβάλησαν έναν ολόκληρο λόφο και έσκαψαν 120 μέτρα κάτω από τη γη. Ο αυτοκράτορας πέθανε λίγο πριν κλείσει τα 50 του. Το τελευταίο γκρουπ εργατών τάφηκε μαζί του όταν έκλεισε η έξοδος. Ο γιός του για να τον τιμήσει, διέταξε ακόμα να ταφούν ζωντανές, μαζί με τον πατέρα του, όλες οι ανέγγιχτες παλακίδες του παλατιού. 3000 παρθένες. Αλλά τίποτα δεν καταδεικνύει την ύβρη, τη μεγαλομανία, τη φιλοδοξία και το μέγεθος του άντρα, όσο ο στρατός από τερρακόττα, παραταγμένος για μάχη, χιλιάδες πέτρινα αγάλματα από οπλίτες, άρματα, άλογα, που κοιτάζουν πέρα από το θάνατο, τα όρια της αυτοκρατορίας.



Αγάλματα, φτιαγμένα από ψημμένο πηλό με λιθόσκονη, 22 αιώνες πριν. 2 χιλιάδες ξεθαμμένα, σε παράταξη μάχης, μέσα σε 3 λάκκους. 4 χιλιάδες, ακόμα κάτω από το χώμα. Διακρίνεις τους αξιωματικούς από τις πανοπλίες, τα κουρέματα, τα όπλα. Τους τοξότες από τις θέσεις τους, το ίδιο και τους οπλίτες. Οι αρματηλάτες μένουν με τεντωμένα χέρια, όπως κάποτε που κρατούσαν τα χάμουρα. Έχουνε όλοι διαφορετικές φάτσες, φρύδια, μουστάκια. 40000 όπλα βρέθηκαν στους λάκκους. Όταν τους πρωτοξέθαψαν, είχανε έντονα χρώματα οι πολεμιστές, που όμως ξεθώριασαν γρήγορα στον αέρα. Διστάζουν οι κινέζοι να συνεχίσουν τις εκσκαφές. Περιμένουνε τα λεφτά και την τεχνολογία.
Οι πολεμιστές της Σι Αν, βρέθηκαν κατά λάθος, από χωρικούς. Κανένα ιστορικό βιβλίο δεν τους ανέφερε. Αυτό καταδεικνύει ακόμα περισσότερο την αλαζονεία του αυτοκράτορα των Τσιν, που έφτιαξε ολόκληρη πέτρινη στρατιά και την έθαψε μαζί του. Ίσως, όμως, καλύτερα να έμενε θαμμένη. Όλο το λιντόνγκ ζει από τον τουρισμό, παντού πουλάνε ρόδια, αγαλματάκια και στέλνουν τα παιδιά τους να ζητιανεύουν. Εκπορνεύτηκε η αρχαία πρωτεύουσα. Φρικάρω στη θέα των φλας, από αμέτρητες γιαπωνέζικες φωτογραφικές μηχανές. Η σιωπή των πέτρινων πολεμιστών δε μπορεί να καλύψει τον ήχο από το μασούλημα χιλιάδων μπιγκ μακ στη δυτική Κίνα.





Το Δεκέμβρη του 1936, ο στρατηγός Τσιανγκ βρίσκεται στη Σι Αν. Ενώ οι γιαπωνέζοι αλωνίζουνε την Κίνα, η ΚΜΤ επιμένει να κυνηγά τους κομμουνιστές. «Θέλουμε να γιατρέψουμε τα αίτια, όχι τα συμπτώματα της αρρώστειας», επιμένει ο εθνικιστής ηγέτης. 2 στρατηγοί, μπουκάρουνε στο παλάτι που αναπαύεται ο τζενεραλίσσιμο και οι στρατιώτες τους σκοτώνουν τους σωματοφύλακες. Ο Τσιανγκ φοβάται ότι ήρθαν να τον σκοτώσουν και την κάνει από το παράθυρο, φορώντας ένα μακρύ νυχτικό και τις παντόφλες του. Ο Τσιανγκ είναι 61 ετών και ο χειμώνας βαρύς. Σε 13 λεπτά, έχει σκαρφαλώσει 550 μέτρα από το βουνό και κρύβεται σε μια ρωγμή στο βράχο. Τον ανακαλύπτουν μετά από μερικές ώρες.
Για μέρες βαστάνε οι διαπραγματεύσεις. Η γυναίκα του έρχεται στη Σι Αν να παζαρέψει τους όρους της απελευθέρωσης. Τελικά, ο Τσιανγκ συμφωνεί να αναστείλει τις αντικομμουνιστικές δραστηριότητες της ΚΜΤ και να επικεντρωθεί στον αντιγιαπωνέζικο, πατριωτικό αγώνα. Δέκα χρόνια αργότερα, θα σπάσει αυτός ο όρκος.






Λίγες κολώνες και ένα υπόστεγο, μένουν να θυμίζουν την κρυψώνα του Τσιανγκ. Με παγωμένη ανάσα στο μεσοχείμωνο, κοιτάζω τα βράχια και σκέφτομαι πόσο θα μάτωσε το πόδια του και πόσο θα πάγωσε η ψυχή του εκείνη τη βραδιά, 70 χρόνια πριν. Μετά, κατεβαίνω και βλέπω τον ηθοποιό που έπαιξε τον Τσιανγκ σε μια από τις πιο επιτυχημένες κινέζικες σαπουνόπερες, να φωτογραφίζετε με τους τουρίστες.



Στη μεγάλη παγόδα της αγριόχηνας, ο μοναχός Τανγκ Σεν, μετάφρασε τις σούτρες στα κινέζικα. Ο Τανγκ έγραψε βιβλία, αλλά ήταν και ο ίδιος χαρακτήρας σε βιβλίο και μάλιστα στο πιο γνωστό, κλασσικό κινέζικο, «το ταξίδι στη δύση». Από την κορυφή θα μπορούσα να δω όλη την πόλη αλλά δεν μπόρεσα γιατί η ομίχλη με έκανε να κοιτάω χαμηλά. Στην πλατεία απέναντι, εκκωφαντική μουσική από τα μεγάφωνα και πίδακες νερού που εκτοξεύονται συγχρονισμένα με τη μουσική. Δυο ζευγαράκια φιλιούνται μπροστά στα παράθυρα. Στις τοιχογραφίες, η ιστορία του Βούδδα. Ένα πιτσιρίκι έχει μπήξει τις φωνές και τραβά τον πατέρα του να φύγουν. Το κοιτάζω, φέρνω το δάχτυλο στα χείλη και του κάνω νόημα, σιωπή. Με κοιτά μαγνητισμένο. Τα κάνω συχνά κάτι τέτοια, αλλά μου λένε ότι δεν είναι σωστό.


To 742 στήθηκε το μεγάλο τζαμί, η Αυλή του Ουρανού, για τους εκατό χιλιάδες μουσουλμάνους της Σι Αν. Απανωτές δυναστείες το μεγάλωσαν μέχρι που έφτασε, μαζί με τα λουτρά, τους κήπους και τους λοιπούς χώρους, τα δέκα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Αρμονικά δέθηκε η παραδοσιακή ισλαμική αρχιτεκτονική με την κινέζικη. Πλάκες με αραβικά και μανδαρίνικα πάνω σε πέτρινες χελώνες, περιστύλια, ξύλινες γυριστές οροφές, γαλαρίες και υφαντά στους τοίχους πολύχρωμα, που δείχνουνε το στόχο, την Κάσμπα και το μεγάλο προσκύνημα στη Μέκκα.






Νωρίς το πρωί, αχνίζει η ανάσα μου και μπορώ να δω τον χλωμό ήλιο κατάματα. Ακόμα δεν έχουνε πλακώσει οι ορδές των βαρβάρων (σημ. Πολύχρωμοι τουρίστες με τις Κάνον με τους πολυεστιακούς φακούς, τα κόκκινα αντιανεμικά του νορθ φέις, κλπ ) και περιφέρομαι στη σιωπή. Στους εκθεσιακούς χώρους, βλέπω παλιά έπιπλα, καθρέφτες, ένα ηλιακό ρολόι και μια πέτρα με σημάδια από καρφιά: αυτοί που περνούσανε κάποτε τις αυτοκρατορικές εξετάσεις μπήγανε καρφιά στην πέτρα, για να δούνε τι εξέλιση θα έχουνε στην ιεραρχία των υπαλλήλων του αυτοκράτορα. Βγαίνω, κοιτάζω ολόγυρα το παζάρι που στήνεται. Πουλάνε το κόκκινο βιβλίο του Μάο, χαρτογραφίες, υφαντά, αρωματικά κεριά, πέτρινα αγαλματάκια, μουσουλμάνικα σκουφιά. Παντού με καλούν. Χαμογελάω και προσπερνάω.