2007/01/29

Η σιωπή των προγόνων

Καθόμουν, έπινα σπιτίσια μπύρα και κοίταζα τη φωτιά. Γύρω μου, μεθυσμένοι γέροι μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα. Απ’ το πρωί, όταν μου απευθύνονταν ενάλλασσαν Ντεμπέλε και Αφρικάανς. Εξηγούσα, όσο πιο καθαρά μπορούσα ότι δεν ήμουν Νοτιοαφρικάνος, αλλά ήταν όλοι τους λιώμα απ’ τη ντάγκα και τη μπύρα. Σώπαινα πάλι.
Κάθε 4 χρόνια, σ’ αυτή την επαρχία μαζεύουνε τους νέους του χωριού, από 16 μέχρι 20 και τους πηγαίνουν στο βουνό για τελετές ενηλικίωσης. Μένουν εκεί 2 μήνες κι αφού έφυγαν αγόρια, γυρίζουνε άντρες. Ρώτησα τι κάνουν πάνω στο βουνό αλλά ήταν όλοι τους γεμάτοι μυστικοπάθεια και υπονοούμενα. Μιλούσαν μόνο για τραγούδια και χορούς, για την παράδοσή τους. Άμα έδινες λίγα κέρματα, τραγουδούσαν για σένα τυλιγμένοι στις τρίχρωμες κουβέρτες τους.
Το καλαμπάς, η κομμένη κολοκύθα, συνέχιζε τους γύρους γύρω απ’ τη φωτιά, κι η λευκή, σα γάλα μπύρα με μεθούσε. Είχα πάει το πρωί στο Κάμελριβίερ, οδηγώντας βόρεια απ’ την Πρετόρια και θα καθόμουν εκεί το σαββατοκύριακο. Η έκταση και η ένταση της γιορτής ήταν απίστευτες. Για δυο βδομάδες, όλοι οι άντρες, όλων των χωριών της επαρχίας θα γλένταγαν. Οι γυναίκες, όχι. Στην αυλή κάθε σπιτιού θρονιάζονταν και έτρωγαν και έπιναν και κάπνιζαν. Ήμουν ο μόνος ξένος και πάλι είχα γίνει αξιοπερίεργο. Φωτογραφίζονταν μαζί μου, όλοι μου μίλαγαν, με άγγιζαν, με καλούσαν σπίτι τους.
Ένας γέρος που με κοιτούσε σκεφτικός όλο το βράδυ, μάζεψε λέξεις και θάρρος και μου μίλησε. Είχε δυο δόντια στο στόμα του.
- Αδερφέ, είπε, ξέρεις το Μπομπ Μάρλεϋ;
- Φυσικά αδερφέ, αποκρίθηκα.
- Ξέρεις τη ντάγκα; Ξέρεις τι είναι μαριχουάνα;
- Βέβαια.
- Εγώ, όταν καπνίζω, αποκτώ τη γνώση.
Τον κοίταξα γελώντας. Γέλασε κι αυτός και μου έπιασε τα χέρια. Ένας τυπάκος, πιο νέος και ζωηρός, μου έδωσε καινούριο όνομα. Θα σε λέω Τούκα, μου είπε. Εγώ έβαλα με το νου μου ότι θα ήταν κάποιος παλιός πολέμαρχος που παλούκωσε πολλούς Βρετανούς και Ολλανδούς και χάρηκα. Μετά όμως μου είπε ότι ο Τούκα ήτανε πυγμάχος του 60 και αιστάνθηκα πιο ταπεινός.
Αυτός ο τύπος – και τι δε θα έδινα να θυμηθώ το όνομά του – μ’ έβαλε μέσα στο σπίτι, παρέα με 2 ακόμα γέρους. Ακουμπισμένες στον τοίχο 3 γριές με πλήρη γιορτινή αμφίεση μας υποδέχτηκαν. Πήραν να στριγκλίζουν και να ψέλνουν, κι αυτές και οι σύντροφοί μου. Οι άντρες σήκωναν τα χέρια ψηλά και ύστερα τα κατέβαζαν μέχρι το δάπεδο μ’ ένα μακρόσυρτο οοοοοομμμ, τρέμοντας. Τους μιμήθηκα. Ο πρεσβύτερος πήρε ένα μπαστούνι και μια ξύλινη ασπίδα κι άρχισε να χορεύει. Χοροπήδαγε, χτύπαγε την ασπίδα στα μεριά του, τα όπλα μεταξύ τους, την ασπίδα στο πόδι του. Φώναζε, έστριβε, γύριζε πίσω.
- Σειρά σου, είπε ο νονός μου.
- Τι λέτε; ρώτησα.
- Αυτό, ένα κι ένα κάνει έντεκα. Δύο κι ένα κάνει εικοσιένα.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν γελοίο, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν συμβολικό. Ότι ήθελαν να δείξουν με τις ασυναρτησίες τους πως είχαν καταληφθεί, ότι ήταν εκτός εαυτού, γεμάτοι ιερό πνεύμα και έκσταση. Σηκώθηκα, πήρα τα όπλα, άρχισα να τα βροντάω πάνω μου και ν’ απαγγέλλω αυτήν την παράλογη, μαγική αριθμητική. Ίδρωσα, μ’ επιδοκίμασαν και βγήκαμε έξω.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κολυμπάει στην ομίχλη. Θυμάμαι να περπατάω, να καταλήγω σε διάφορα ταβερνεία και να αιστάνομαι χαμένος. Χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να καταλήξω στο σπίτι που με φιλοξενούσαν. Έζησα, ήπια, μίλησα. Μου ήταν αρκετό.


Την άλλη μέρα κατέληξα στο σπίτι ενός ωραίου τύπου που υποδεχόταν το γιο του. Είχε στηθεί μεγάλη γιορτή στην αυλή του κι ήταν εκεί πολύς κόσμος. Τρώγαμε παπ και βόδι με τα χέρια και κοιτούσαμε στο κέντρο τις προσφορές των δώρων. Έπινα μπύρα και χάζευα. Σκεφτόμουν ότι θα είναι κάποιος τοπικός άρχοντας. Ήρθε και με χαιρέτησε.
- Περνάς καλά, ρώτησε.
- Άψογα. Γύρισε ο γιος σου;
- Ναι. Δυο μήνες στο βουνό έσφαξα τις καλύτερες αγελάδες μου. Τα παιδιά επιτρέπεται να τρώνε μόνο κρέας και να πίνουν μόνο γάλα.
- Δεν το’ ξερα…Ωραία σπίτια έχεις.
- Δυο. Ένα για τη μικρή γυναίκα και ένα για τη μεγάλη.
Γέλασα. Έφυγε. Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα έναν άλλον παράταιρο. Ένα λευκό. Κάθισα δίπλα του και μου είπε ότι έχει οικοδομική φίρμα στην περιοχή. Στο τέλος τον ρώτησα ποιο είναι το μεγάλο μυστήριο, τι διάολο κάνουν πάνω στο βουνό.
- Περιτομή, είπε.
Κι έτσι απλά, λύθηκε το αίνιγμα. Θυμήθηκα από το περασμένο βράδυ τους νέους να κοιτάνε με λαχτάρα τις κοπέλες και να μην μπορούν να τις αγγίξουν, γιατί έπρεπε να περάσουν ακόμα δέκα, δεκαπέντε μέρες, να γιατρευτούνε. Γι αυτό, σκέφτηκα, γυρίζουνε τα χωριά, χορεύουνε και τραγουδάνε. Περιμένουν
Κάτω απ’ όλα τα δέρματα, οι επιδιώξεις μας είναι ίδιες. Ψιθυρίζω το καινούριο μου όνομα και μυρίζω τον αέρα εκείνου του χωριού.

2007/01/25

Έσω Μογγολία





Ο μεγάλος Χαν πέθανε στο ΤσινγκΧάι. Αιώνες μετά, φέρανε τις στάχτες του πιο βόρεια. Σκεφτήκανε το μέρος που έπεσε μια φορά το μαστίγι του και κουβαλήσανε το δικό του δοχείο και τις στάχτες των γυναικών του. Και χτίσανε ένα μεγάλο μαυσωλείο και το ντύσανε με πολύχρωμα χαλιά. Σκάσανε πάνω του τα κύμματα του χρόνου, οι σοβιετικοί πιο βόρεια, οι κινέζοι πιο νότια, αφηνιασμένοι ερυθροφρουροί, χωρικοί χωρίς ιδέα και μετά από όλα αυτά, αποφάσισαν να κάνουν διορθωτικά έργα το σωτήριον έτος 2005, για να μην μπορώ να μπω μέσα εγώ, έχοντας κάνει 12 ώρες στο τρένο και άλλες 5 σε λεωφορεία και να βρίζω και να μασάω τα χείλια μου..αλλά τουλάχιστον έβγαλαν 3 σκηνές, σαν τις παραδοσιακές γιούρτες και μετέφεραν τα δοχεία και τα χαλιά και τα θυμιάματα μέσα. Έφτιαξαν και βότκα με την ονομασία του μεγάλου χαν και έβαλαν μπουκάλια μπροστά στο ιερό και έντυσαν και έναν τύπο παραδοσιακά να φωτογραφίζετε με τους τουρίστες.






Έζησες σε καλύτερους καιρούς, Τεμουτζίν και το αίμα σου, ο Ογκοτάι έφτασε έξω από τη Βιέννη. Το εγγόνι σου ο Κουμπλάι κίνησε τη δυναστία που γέμισε θαυμασμό τα μάτια του Μάρκο Πόλο. Τι έμεινε τώρα; Το τόξο σου πάνω σε ένα τραπέζι, να το κοιτάνε άσχετοι που δε μπορούν να συλλαβίσουν το όνομά σου, ενώ μιλάνε στο κινητό ή σκέφτονται τι θα φάνε σε λίγο.

Το ΝτονγκΣεν έχει ντίσκο ολοκαίνουρια. Με γιγαντοθόνες που παίζουνε πως γυρίστηκαν τα βίντεοκλιπ της Μπρίτνευ Σπηρς. Έχει και στύλους και κλουβιά για να χορεύουνε αισθησιακά ντυμένες κινέζες. Παίζει ποπ. Αλλά παγωμένες μπύρες δεν έχει. Αυτό δείχνει πως εισβάλλει ο καπιταλισμός στην πρώην νομαδική, πρώην αυτοκρατορική, πρώην κομμουνιστικη βόρεια Κίνα. Πρώτα έρχεται το KFC. Μετά τα σεξ σόπς. Η μπύρα, υποθέτω, θα λάβει τη θέση που της αξίζει (μέσα στο ψυγείο) λίγο πριν τους ολυμπιακούς.






Το Μπάοτοου έχει περί τα 2 μύρια κόσμο, μοιρασμένα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του. Στη μέση, 20 χιλιόμετρα χάος. Σκαμμένοι δρόμοι. Πουλάνε κρέας στις άκρες. Άλογα. Ερείπια. Εμπορικά κέντρα. Βραζιλιάνικο μπάρμπεκιου. Πιτσαρία. Συντριβάνια. Χαν. Μογγόλοι. Ποδήλατα. Μπάτσοι.
Καθώς γυρίζω στο ξενοδοχείο τσακισμένος από κούραση, ο ταξιτζής παίζει Σελίν Ντιόν. Είναι μεγάλος ο κόσμος και παράξενος και με λίγο νόημα.






ΝταΤσι, μια ώρα μακριά από το ΝτονγκΣεν, δυο ώρες μακριά από το Μπάοτοου, 3 αιώνες μακριά από τον δυτικό κόσμο. Παζαρεύουμε αμάξι για να πάμε στους αμμόλοφους. Εργάτες έρχονται, κάνουνε ημικύκλιο γύρω μου, στηρίζονται στα φτιάρια τους και ανάβουνε τσιγάρο. Με κοιτάνε λες και είμαι εξωγήινος. Ανάβω και γω τσιγάρο και τους κοιτώ. Μετά από μισή ώρα, τα παζάρια λήγουνε, το αμάξι βρίσκεται και τρέχουμε 40 λεπτά μακριά, εκεί που η έρημος Γκόμπι βάζει δάχτυλο μέσα στη νότια, έσω Μογγολία. Ανεβαίνω την άμμο, βλέπω τις καμήλες μαζεμένες, πληρώνω 35 κουάι και τραβάω για μισή ώρα μέσα στην έρημο. Ανάμεσα στις δυο καμπούρες, κάτω από τον πελώριο ουρανό, με τον τύπο μπροστά να τραβάει το σκοινί και να τσαλαβουτάει στην άμμο, αιστάνομαι καλά, κάτω από το δέρμα μου.









Θέλω να δω τη στέππα, αλλά είναι μακριά ακόμα. Περνάμε χωματόδρομους, σταματάμε ένα μπάρμπα. Να καβαλήσουμε το άλογό σου; Όχι, λέει, και φεύγει. Χοντό χορτάρι, στα όρια. Φράχτες. Ξαναφεύγω. Το τσακισμένο πρόσωπο του οδηγού τον δείχνει πενηντάρη. Τον ρωτάω. Είμαι 33, μου λέει.






Δεν είναι λεωφορείο, είναι μια κινητή παγίδα από μέταλο. Τρύπες από τσιγάρα στα καθίσματα, μυρωδιά μωρού που έχει χεστεί πάνω του. Οι μισοί καπνίζουνε, έχει πλακώσει ομίχλη, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Τσουλάμε με 20 χιλιόμετρα την ώρα, περιμένοντας να μαζέψουμε και άλλους. Η χοντρή μπροστά βάζει το δάχτυλο στο αφτί του άντρα της και σκαλώνει το κερί στο νύχι. Το κοιτάει και το τινάζει νωχελικά. Στον επόμενο σταθμό, τρώω ρύζι, κοτόπουλο με φυστίκια και πίνω ξεθυμασμένη κοκακόλα. Το άλλο λεωφορείο είναι καλύτερο, έχει τηλεόραση και παίζει ινδικό μιούζικαλ. Όλες οι ινδικές ταινίες είναι μιούζικαλ. Ζήτω το μπόλυγουντ. Μετά παίζει και το ντάνυ δε ντογκ με τον Τζετ Λι. Πειρατική κόπια. Χαμογελάω.



Σε όλους τους δρόμους κάνουνε έργα, έχει μπλοκάρει όλο το οδικό δίκτυο. Έχουνε ανοίξει παρακαμπτήριους και πάνω στην εθνική, ένα κατακόκκινο σήμα πάνω σε ένα λοφάκι χώματα. Ο οδηγός μας όμως, δε μασάει. Μπαίνει στον κλεισμένο δρόμο, οδηγώντας το λεωφορείο σα τζιπάκι και για 2 χιλιόμετρα οδηγάμε στη μοναξιά του κλειστού δρομου. Μέχρι που φτάνουμε κυριολεκτικά στο τέλος του οδοστρώματος. Το λεωφορείο παρακάμπτει, μπουκάρει στο βενζινάδικο, προσπαθεί να προσπεράσει τους εκσκαφείς. Ο οδηγός βγαίνει, γκρινιάζει, πείθεται ότι δεν είναι δυνατό να συνεχίσει, κάνει αναστροφή στα χώματα, γκαζώνει, γυρίζει στον παρακαμπτήριο, χάνεται, περνάει από μια άλλη πόλη και ξαναβρίσκει την εθνική από ατύχημα. 53 χιλιόμετρα. 2 ώρες στο λεωφορείο.






Με πολλές στροφές, σκαρφαλώνει ο δρόμος πάνω από το Μπάοτοου στο βουνό. Κοιτάζω στις πλαγιές τους πελώριους άσπρους χαρακτήρες που μνημονεύουνε τον ένδοξο κόκκινο στρατό. Σε ρουμάνια κρυβόντουσαν οι αντάρτες, όταν οι εθνικιστές του Τσανγκ Κάι Σεκ πιέζανε, ανεβαίνοντας πιο βοριοανατολικά προς τη Ματζουρία. Περνάω ασήμαντα χωριά μέχρι να φτάσω στο μοναστήρι, χτισμένο κατά τα πρότυπα των μεγάλων παλατιών στη Λάσα. Ένα σκοπό είχε, να βρει και να ετοιμάσει τον επόμενο ζωντανό Βούδα. Από το 18ο αιώνα βρήκανε 6. Μετά την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, κανείς.





Οι τοιχογραφίες παραμένουνε πολύχρωμες, επαναλαμβάνοντας την ίδια ιστορία δεκάδες φορές, τη γέννηση του Σιντάρτα, τις 4 συναντήσεις, τον ασκητικό καιρό, το φωτισμό του. 9 διαδοχικά χτίσματα σκαρφαλώνουνε την πλαγιά, οι μοναχοί μαθαίνουνε τη βουδική σκέψη, μαθηματικά, ιατρική, μέχρι το τελευταίο, όπου για να μπούνε πρέπει να νέψει ο εξαταστής στον πέτρινο θρόνο του. Η κατοικία του λάμα, άδεια, ταπεινή με ένα ξύλο για κρεβάτι. Αλλά στους τοίχους πολεμιστές προστάτες, με δεκάδες χέρια και πρόσωπα, που έχουνε ξελουρίσει δαίμονες και τους έχουνε φορέσει σέλες και χάμουρα στα άλογά τους. Παράδοξο, οι δαίμονες μοιάζουνε άνθρωποι, οι προστάτιδες θεότητες έχουνε φλόγες στα μάτια, νύχια και σκυλόδοντα. Στις πόρτες χρωματισμένα δέρματα. Δυνατά σύμβολα, η αρετή αμύνεται, το κακό φοράει μουτσούνα ανθρώπινη. Μέσα, τα μεγάλα μπρούτζινα αγάλματα του σιντάρτα, που κρατάει στο ένα χέρι το Λωτό και στο άλλο το Ξίφος. Φοράει το κίτρινο σκουφί, της κίτρινης σέκτας του θιβετιανού βουδισμού. Στο Ουντάνγκ (σημ. Ιτιά, στα μογγόλικα) το κίτρινο αντικαθιστά το κόκκινο των Σαολίν.





Μαζεμένες οι στάχτες των δασκάλων, σε μπρούτζινα δοχεία πίσω από τα τζάμι. Βαριά μυρωδιά θυμιάματος. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των 2 τελευταίων. Προσφορά καρποί και χρήματα σε μεταλλικά πιάτα. Χαλιά στις κολώνες. Βγαίνω έξω, προσέχοντας να μην πατήσω τη νοητή γραμμή πάνω στην είσοδο. Ο ήλιος χτυπά τα μάτια μου. Και παίρνω το αεροπλάνο και γυρίζω σε αυτό που αποκαλώ σπίτι μου, αφού το σπίτι μου δεν το έχω βρει ακόμα.

2007/01/23

Ο αγών μιας οδοντόπαστας



Μέχρι το 1985, η οδοντόπαστα για τη διεθνή διανομή ονομαζόταν darkie. Το 1985, όμως η Colgate αγόρασε την ταιβανέζικη εταιρεία Hawley and Hazel και πρόκρινε ότι δε μπορεί να διαθέτει προιόν με τόσο καταφανέστατα ρατσιστικό και πατροναριστικό τίτλο και το άλλαξε σε κάτι που ηχούσε παρόμοια, αλλά δεν είχε το ίδιο νόημα. Βέβαια, επειδή ακόμα και τη δεκαετία του 80 δεν υπήρχαν πολλοί αγγλόφωνοι στα μέρη που κυρίως κυκλοφορούσε η οδοντόπαστα ( ταιβάν, χονγκ κονγκ, σιγκαπούρη, ηπειρωτική κίνα), ο ορίτζιναλ μανδαρίνικος τίτλος παρέμεινε "χέι ρεν για γκάο", του μαύρου η οδοντόπαστα. Θα ήταν μαλακία, σκέφτηκαν, να χάσουμε πελάτες που δεν ξέρουν αγγλικά ( ούτε ξέρουνε από πολιτική ορθότητα, προσθέτω εγώ). Από την άλλη, την προσβλητική εικόνα έπρεπε να την αλλάξουνε, οπότε έφυγε η φάτσα του ορίτζιναλ χαμογελαστού μαύρου και έμεινε κάτι άλλο. Βγάλτε κρίση μόνοι σας.

Σημ.1. Το "χέι ρεν", μαύρος, να μην μπερδεύεται με το "χέι(τζε) ρεν" που υποδηλώνει συνήθως τους μαφιόζους του Χονγκ Κονγκ.

Σημ.2. Ο "αράπακλας με το γιαταγάνι" που φυλάει την πριγκιποπούλα στα παραμύθια, να αντικατασταθεί με το "ιρακινός πολίτης αφρικανικής καταγωγής στην υπηρεσία του κυβερνήτη στη Βαγδάτη"

Σημ.3. Ο μπαρμπα-μπεν άσπρισε ή ακόμα;

2007/01/19

Σοβέτο 2001

(γραμμένο πριν μισή ντουζίνα χρόνια. Τώρα είναι χειρότερα)



Μια ιστορία που μιλά για μια πτώση μιλά αναγκαστικά και για την αναπόφευκτη πρόσκρουση. Τέτοια είναι και η ιστορία της Νότιας Αφρικής. Οι πολιτικοί λένε πως ελπίζουνε ενάντια στα νούμερα, οι επενδυτές ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, οι λευκοί μεταναστεύουν δίχως τύψεις, οι μαύροι καπνίζουν ντάγκα αγνοώντας, εθελοτυφλώντας, αρνούμενοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Η χώρα στέκεται στο χείλος του γκρεμού και ετοιμάζεται για το μεγάλο άλμα. Ένας στους τέσσερις ενήλικους νέγρους έχει AIDS, μερικοί καταυλισμοί έχουν έξι και έξι φορές έξι την εγκληματικότητα της Νέας Υόρκης. Ο αυτοκινητόδρομος που ενώνει Πρετόρια και Γιοχάνεσμπουργκ είναι μια λαιμητόμος. Ο δείχτης λευκής μετανάστευσης ποτέ και πουθενά δεν ήταν υψηλότερος, η μέση τάξη δε στηρίζεται και δεν αυξάνει εξαιτίας μια τελείως ανεπαρκούς παιδείας. Μαθητές παίρνουν απολυτήριο με συνολική επίδοση 35%, συλλαβίζοντας ακόμα τα εγγλέζικα, γράφοντας ανορθόγραφα και το όνομα της πόλης τους.


Οι πόλεις γκετοποιούνται, οι επιχειρήσεις και οι κατοικίες τραβιούνται στα προάστια. Οι ουρανοξύστες χάσκουν άδειοι. Υπήρξε πρόταση ο πρώην τηλεπικοινωνιακός πύργος του Γιοχάνεσμπουργκ να μετατραπεί σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Οι πάντες οπλοφορούν. Μετά τη δύση του ήλιου δεν μπορείς να πλησιάσεις κανέναν για να ζητήσεις οδηγίες. Η Ανγκλο-Αμέρικαν, που ουσιαστικά έφτιαξε τη Νότια Αφρική, αποτραβιέται απ’ το χρηματιστήριο ελέγχοντας πλέον μόνο το 13% των διακινούμενων μετοχών. Παρά τη δημιουργία του νέου επιχειρησιακού κέντρου στο Σάντον, η χώρα βουλιάζει. Το ραντ έχασε το ένα πέμπτο της αξίας του στους 6 μήνες που βρέθηκα εκεί. Η αστυνομία κάνει μόνο για διακόσμηση και εν τέλει, φρουροί, αυτόματα, σκύλοι, περίπολοι, ηλεκτροφόροι φράχτες, συστήματα ασφαλείας, δεν αρκούν, γιατί ακόμα κι αν κρατήσουν το θάνατο για λίγο μακριά από τα γκαζόν και τις πισίνες, δε μπορούν να εμποδίσουν το φόβο και την ένταση που φιλτράρονται και που φτάνουν και μπαίνουν στα κρανία και δηλητηριάζουν τα μυαλά.


Αυτή δεν είναι η χώρα που παρουσιάζεται στα τουριστικά γραφεία, στην τηλεόραση και στις αφηγήσεις των περισσοτέρων ταξιδευτών. Η Νότια Αφρική της μπροσούρας και της γραφικής κάρτας είναι γεμάτη από ηλιοβασιλέματα στο Κέιπ Τάουν, αναρριχήσεις στα Ντράκενσμπεργκ, σαφάρι, παραδοσιακούς χορούς, ελέφαντες, γριές που λένε το μέλλον και ηλιοφάνεια. Σ’ αυτή τη χώρα όλοι ξέρουνε τους καλούς και τους κακούς, τι σήμαινε η εξέγερση του 76, ποιοι ήταν οι φταίχτες και τα θύματα και πως τα πικρά φρούτα που γεύονται τώρα είναι απ’ τη συγκομιδή της καταπίεσης.


Ξεχνάμε ό,τι νομίζουμε ότι ξέρουμε και πιάνουμε στομάχι, νου κιαρχίδια γερά, αφήνοντας τις προκαταλήψεις να πέσουν.

Το Σοβέτο αναπτύχθηκε από έναν αρχικό, μικρό πυρήνα καταυλισμών. Η επέκταση έγινε προς τα δυτικά και προς τα νότια. Παραγκουπόλεις συνέχισαν ν' αθροίζονται ακόμα και μετά την πτώση του παλιού συστήματος. Αρχικά υπήρξε η απαγόρευση να ζούνε μαύροι στις λευκές πόλεις. Το μεγάλο σχέδιο ήταν να περιοριστεί ο εγχώριος πληθυσμός σ' ορισμένες αγροτικές περιοχές που δεν κάλυπταν παρά το 13% της χώρας. Ως αποτέλεσμα του στοιβάγματος των τεσσάρων πέμπτων του πληθυσμού στο ένα έκτο της χώρας, η γη χέρσεψε από την υπερεκμετάλλευση. Για να αποφύγουνε τον επερχόμενο λιμό αλλά και για να δημιουργήσουνε χρήματα για τις οικογένειές τους, μαύροι άντρες άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα των πόλεων και αφέθηκαν να χρησιμοποιηθούν ως φτηνή εργατική δύναμη, κυρίως σ' ορυχεία και εργοστάσια. Τούτη είναι, λοιπόν η αιτία της δημιουργίας των καταυλισμών. Η ανταλλαγή της λιμοκτονίας σ' αγροτικό περιβάλλον, με την αστική μιζέρια.


Η υπόθεση περιπλέχτηκε από μια σύγκρουση συμφερόντων. Από τη μια μεριά, το σύστημα, η λευκή εργοδοσία είχε ανάγκη το μαύρο εργάτη. Από την άλλη, έπρεπε να τον κρατήσουν μακριά από την πόλη, να ελέγξουν την πληθυσμιακή ροή, να ενθαρρύνουν την επιστροφή σ' επίπλαστες και κακοσχεδιασμένες "πατρίδες" στα βάθη του Τρανσκέι και στα περίχωρα του Λεσότο. Ο μαύρος έπρεπε να είναι κοντά στην πόλη, αλλά όχι μέσα σ' αυτήν. Έπρεπε να εργαστεί γι αυτούς, αλλά και να σπρωχτεί μακριά, σε μια ξεπατωμένη γη. Aυτή η σχιζοφρένεια του πολιτικού συστήματος τσάκισε τη μαύρη οικογένεια. Ο άντρας έφευγε για να δουλέψει κοντά σε κάποια πόλη, μένοντας σε πανάθλια "ξενοδοχεία" των παραγκουπόλεων μαζί με τους ομόμοιρούς του, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά έμεναν πίσω. Στη συνέχεια, και αφού τα χρήματα δεν επαρκούσαν, ολόκληρες οικογένειες μετοικούσαν στους καταυλισμούς στην περιφέρεια των πόλεων.


Η γέννηση του Σοβέτο εντοπίζεται νωρίτερα. Ο καταυλισμός υπήρξε σπέρμα των χρυσωρυχείων του Γιοχάνεσμπουργκ και της ζήτησης εργατικού δυναμικού. Κι ωστόσο, μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πάνω από 60 χρόνια απ' την άτυπη σύστασή του, το Σοβέτο απέχτησε αυτοσυνείδηση ως μαύρη πόλη. Το 1959 προτάθηκε ψηφοφορία για να δοθεί όνομα που να καλύπτει τους καταυλισμούς του Ορλάντο, τα Μέντοουλαντς και το Ντίπκλουφ. Το ακρωνύμιο Soweto (South Western Townships) επικράτησε ως δηλωτικό αυτού του συνονθυλεύματος από σπίτια και παράγκες, νότια και δυτικά της Πόλης του Χρυσού.


Στα 30 χρόνια που ακολούθησαν, μέσα από σφαγές και εξεγέρσεις, το Σοβέτο επεκτάθηκε ακόμα νοτιότερα και ακόμα δυτικότερα. Η ταχύτητα επέκτασης ήταν αντιστρόφως ανάλογη της επιθυμίας του κράτους να φροντίσει τις συνθήκες διαβίωσης της μαύρης εργατικής τάξης, η οποία ούτως ή άλλως είχε διογκωθεί σε βαθμό που έκανε την ανεργία να καλπάζει. Μ' αυτό, δε θέλω να πω ότι ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να απορροφήσει μια τέτοια εργατική δύναμη. Η ταχτική του εθνικιστικού κόμματος να καταποντίζει την ποιότητα της μαύρης εκπαίδευσης και να παρακρατά εξειδικευμένα επαγγέλματα μόνο για λευκούς τεχνίτες, δημιουργούσε μόνο χειρώνακτες που ήταν αδύνατο να απορροφηθούν. Οι συνέπειες τούτης της ταχτικής φάνηκαν και μετά το 94, όταν η ανεργία συνέχισε να αυξάνεται - η μαύρη, απαίδευτη κοινωνία αδυνατούσε να συγκροτήσει μέση τάξη. Οι λευκοί άρχισαν να μεταναστεύουν και στην προσπάθειά της να μορφώσει τους μαύρους, η νέα κυβέρνηση άρχισε να ρίχνει τα κριτήρια της εκπαίδευσης. Προτρέχω όμως, και πέφτω σ' άλλο θέμα.


Για πολλές δεκαετίες στο Σοβέτο δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, θέατρα, κινηματογράφοι, γενικά οτιδήποτε μπορεί να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, ν' ανακουφίσει. Μόνο παράνομα ταβερνεία, αυτοσχέδιες γιορτές κι αυτό που αποκαλώ "πολιτισμό της γειτονιάς" - μπάλα, βόλτες, ντάγκα. Περιοχές ολόκληρες δεν είχαν νερό και ηλεκτρισμό, οι κάτοικοι τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, ψήνονταν το καλοκαίρι, τουρτούριζαν το χειμώνα και γενικά υπέφεραν και πέθαναν. Οποιαδήποτε θρυλούμενη αναδιαμόρφωση των καταυλισμών επί Απαρτχάιντ, ή οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του μαύρου αστού, ήταν τελείως εικονική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Εντάξει, φτιάχτηκε ένα πολυκατάστημα στη Ντόμπσονβιλ, ακολούθησαν μερικά ακόμα, νομιμοποιήθηκαν τα ταβερνεία, αλλά στην ουσία το Σοβέτο παρέμενε ένα γκέτο, μια επικίνδυνη ζώνη που ήταν καλύτερα ν'αγνοείται. Κι έπειτα, άρχισε ο πόλεμος.


Οι μαύροι των καταυλισμών οδηγήθηκαν στις εκλογές του 94 παρασυρμένοι από ένα ποτάμι αίμα. Ήδη, 3-4 χρόνια, τα μέλη του ANC και τα μέλη του Ινκάθα, του σκληροπυρηνικού κόμματος του Μπουτελέζι βρίσκονταν στα μαχαίρια. Και καθώς παραδοσιακά οι Κόζα υποστήριζαν τον ομόφυλό τους Μαντέλα, και οι Ζουλού τον Μπουτελέζι, μια πολιτική διαμάχη φυλετικοποιήθηκε, με αποτέλεσμα άνθρωποι να σφάζονται στο δρόμο με την υποψία ότι ανήκουν σ'αυτή ή στην άλλη φυλή. Βεβαίως οι υποψίες δεν επαληθεύονται πάντα, και τύχαινε κάποιος Πόντο να μαχαιρωθεί δεκάδες φορές και να ψυχορραγήσει στο οδόστρωμα - αλλά τι σημασία έχουν οι μεμονωμένες απώλειες; Τον καιρό εκείνο ένα ειδησεογραφικό δελτίο ανέφερε πως "σ'αυτό που η αστυνομία περιέγραψε ως ένα γενικά ήρεμο σαββατοκύριακο, μόνο 52 άτομα έχασαν τη ζωή τους στο Σοβέτο". Μόνο.


Όποιος πιστεύει σε κάποια μαύρη αδελφοσύνη ή αλληλεγγύη είναι ηλίθιος. Η ικανότητα του αφρικανού για ακραίες βιαιοπραγίες σαστίζει το νου. Πέρα από τις πολιτικές διαμάχες στους καταυλισμούς, στις αρχές της δεκαετίας του 90 παρουσιάστηκαν και οι πόλεμοι των ταξί. Ήδη μια προσοδοφόρος εργασία είχε θεμελιωθεί πάνω στις μετακινήσεις εργατικού δυναμικού και καταναλωτών στο τρίγωνο κέντρο-καταυλισμός-προάστια. Χρησιμοποιούνταν βαν με 11 και 14 θέσεις, τα περισσότερα κλεμμένα και αλλαγμένα. Στη διεκδίκηση των πιο κερδοφόρων διαδρομών ανταλλάσσονταν πυροβολισμοί. Το ένα βαν πλεύριζε το άλλο, τίγκα στον κόσμο, κατεβαίνοντας με 80 τον αυτοκινητόδρομο, ο ένας οδηγός πυροβολούσε τον άλλον και το φορτηγάκι συντριβόταν ακυβέρνητο στους διαχωριστικούς φράχτες ή στα χαντάκια. Όλοι νεκροί.


Αυτό ήταν το Σοβέτο, φίλε μου. Τότε υπήρχαν προειδοποιητικές πινακίδες στους δρόμους του τύπου, "προσοχή, μπαίνετε στο Σοβέτο". Τώρα, οδηγώντας από το Ρούντεπορτ στη Ντόμπσονβιλ βλέπεις ένα μεγάλο σήμα, ένα ανθρωπάκι μ'ανοιχτά χέρια και βαμμένο στα χρώματα της σημαίας, κι από κάτω γράφει, "καλωσόρισες στο Σοβέτο". Αναρωτιέμαι για ποιόν είναι το καλωσόρισμα.

On memory

Borges once wrote a story about a man of prodigious memory, one who could recollect without the slightest effort every single event of his past and every single perception or idea that assailed his senses and his intellect. So much so, that in order to recreate the happenings of a single day, he needed an entire day. The story moves on; the protagonist dies of lung cancer, as he spends his days smoking and remembering in front of his bedroom window.
In a sense, this naive fantasy defines memory as remembrance or recollection: the metaphors are borrowed from the world of manual labour. Gather, collect, bring back. Rediscover, as in unearth, exhume, drag into the surface. The material lies hidden or trapped. The endeavour lies in bringing it to the light.
On a deeper level, the story exhibits certain preconceptions common to the western literary world, regarding the nature of the self: the subject as something concrete and specific, the ego as unalterable identity, forever encaged within the confines of its being. Of course, this is not stated and yet, goes without saying: to remember, is to assume the unalterability of the self, the persistence of the subject through time. I can only recollect my own memories and that is made possible because my essence was the same then, as is now.


Layers of assumed a prioris and a network of misguided connections, between identity and memory, between the self and the world, between the subject and the object. A treatise on memory as basically a vindication of a naive realism.

Let's derail this train of thought by - first of all- redefining memory as interpretation and not recollection. As recreation and not regathering. What does it mean, to remember an event? Of what does this effort consist? What is an image to the memory of an image or a smell to the attempt to restate its effect?

St. Augustine's Confessions are mainly comprised of the efforts of a single man to come to terms with his past. His purpose is didactic: observe, and learn from my mistakes. Augustine takes no pleasure in remembering his sinful youth. He does not actually remember the guilty pleasure of stealing an apple from someone's apple tree; he remembers what was (or must have been) pleasurable, with guilt. And that makes all the difference. His attempts to judge his past actions are done through a prism he acquired later in life. Augustine does not remember stealing an apple. He remembers that he stole an apple. The man and the boy are two distinct moral entities. Augustine was baptized and hence, reborn. A new person. He cannot have memories of who he was, since the person he was is dead and buried. He recounts his past as one would when narrating the adventures of another. Passing judgment and yet, detached.

2

This sort of detachment from one's past actions, thoughts and initiatives already marks a split in the core of the self. It resembles a self-induced amnesia. It is not a case of selective memory, but rather a transformation of the person to such an extent, that memories can no longer be associated with their subject. The guilt or the elation involved in the process of recollection means nothing. These are a posteriori dressings, the feelings of the judge and not those of the accused.
A moral metamorphosis is a re-invention of the self: the newborn has no outstanding accounts. No personal history. No past and hence no memories. To remember who you once were requires a transgression of the being you have become, a self-evident impossibility. Or at least, a transposition of your present worldview upon your past. Which is of course, what Augustine does: with absolution within his grasp, he looks down and chastises and moralizes. He is not concerned with the repercussions of this past. He is thankful that it's his past and not his present. Because, in the truest sense of the word, his past is not his own.

A religious awakening has on memory almost the same effect as a psychotic episode. And that happens because both eventualities attack one's most innermost retreat: one's sense of identity. A severe schizophrenic beholds his image in the mirror and does not recognize it as his own. A reborn Christian beholds his past through the prism of his new found faith, without essentially recognizing it. They both identify themselves with a complete disregard for their past image.
The connection between psychological disturbance and memory loss lies not as much in the new topography of the brain, as it does in the plateau designated between the new form of perception and the new definition of identity: insanity restructures stimuli perception, behavioural patterns and self awareness. In exactly the same way religion does. One can almost treat religion as a form of insanity.

3

An amnesiac will get depressed, like any other, out of a sense of failure: the failure to identify or self define. And like anyone else suffering from depression he can exit the pit by rationalizing. Only in the amnesiac's case, that requires more than just the invention of a future. It also takes inventing a past.
Recovering amnesiacs will delude themselves with pseudo-memories, the result of others' accounts and their own self-fulfilling prophecies. Narrations, dreams, suspicions of familiarity - these will be the building blocks of the past.

4

I came across Feyerabend's autobiography, and as is the case with philosophers' autobiographies, its form reveals more than its content. He begins by explaining how it was only recently that he acquired an interest for his roots and early years. He sets off by asking about his parents, who were those people that taught him a language and a way to view the world...
And already, a problem. Feyerabend writes his memoires in English, not German. Yet he recounts thoughts and feelings and intentions of a time before English was available to him. Can such an experiment be valid? Can one remember in a certain language a thought formed in another? What is the value or validity of my own little experiment, explaining in a language that is not my own my thoughts on the nature of memory, when my own ability to recollect is severely impaired?

5

My earliest memories revolve around a time when I could actually drag even earlier memories into the surface, so in a sense, I remember a time when I remembered. These recollections - if such a term is applicable- refer to maybe a couple of years before my adolescence, when abstract thinking was not yet within my grasp and I could absorb without having to filter everything through numerous layers of interpretation. As a 12-year old, I could remember clearly as far back as kindergarten and suspected memories of a time even before that, although they were very vague in their imagery and the feelings they evoked. So after a process of repetition, I can still narrate events of my childhood, without actually remembering, but recounting with the certainty that if the words are there, it's unimportant that the images can no longer be restored. Because in all honesty, I remember fuck all. I can say to you, one day, in primary school, my teacher slapped me in the face and made me stand in the corner during the geography lesson, because I was making too much noise. The words are familiar, repeated to me by others, repeated to myself by myself, but the memory is actually absent. I have a mental image of me standing in a corner, but this is probably a pseudo memory, an abstraction out of all the corners in all the classrooms I have seen in my life. The teacher was a young woman. But her image eludes me. Did I stand for the whole class, or just a few minutes? And at the end of the day, is this a memory, or a very vague mental recreation of a story repeated through various sources and delivered from different perspectives through the years?
I cannot remember many things from a time when my face was very different and my body much smaller. My world was different back then. I can say, I remember hiding under the table in the dinning room and my parents trying to get me to stand up. But I don't actually remember. It makes sense that I would be hiding there and there is a picture forming in my head, of me crouching under the table, whose exact shape or colour I find impossible to recollect, but that is also what probably remains after having crawled under tables for a number of times throughout a number of years.

There are no memories of singular events. Only the echoes of actions repeated and recounted.

2007/01/18

ΣενΓιανγκ, ΛιαοΝινγκ










Στο ΣενΓιάνγκ γεννήθηκε η Γκονγκ Λι, η ωραιώτερη γυναίκα ανατολικά των Ουραλίων. Είναι επίσης η μεγαλύτερη πόλη στο ΛιαοΝίνγκ, αλλά αυτοί οι δυο λόγοι δεν ήσαν αρκετοί για να την χρήσουν πρωτεύουσα επαρχίας, τίτλο που έκλεψε το ξενέρωτο ΝταΛιάν, η καθαρότερη κινέζικη πόλη, την οποία επισκεύτηκα για δουλειές και της οποίας είδα μόνο τη βιομηχανική ζώνη, ενώ ένας γερμανός με μυτερές μπότες κάπνιζε ασταμάτητα κάμελ άφιλτρα και προσπαθούσε να κλείσει μια συμφωνία με τους κινέζους και να πάρει την αντιπροσωπεία μιας εταιρείας παρασκευής γερανών. Η δουλειά χάλασε, ο γερμανός έμπλεξε άσχημα σκοτώνοντας κάποιον σε ένα αυτοκινητιστικό και σπάζοντας ο ίδιος πολλά κόκκαλα. Αλλά ξεφεύγω, το θέμα δεν είναι αυτό, δεν είναι καν η Γκονγκ Λι, που αν ήταν στο χέρι μου θα ήταν ένα από τα τρία θέματα που θα με απασχολούσαν πάντα (τα άλλα δυο θα ήταν τα γουέστερν του κλιντ και η πορνογραφία).




Η απαγορευμένη πόλη στο ΣενΓιανγκ χτίστηκε από τους 2 πρώτους αυτοκράτορες των Τσινγκ και πριν την ομώνυμη του Πεκίνου, δηλαδή πριν μεταφέρουν την πρωτεύουσα. Το παλάτι έχει αμέτρητα δώματα για όλες τις συζύγους και τις παλλακίδες των αυτοκρατόρων, οι οποίες έγραψαν τη δική τους ιστορία με τις ίντριγκες, τις καμαρίλες, τις αρρώστειες και τις αυτοκτονίες τους. Αυτοί οι δυο πρώτοι αυτοκράτορες έγιναν διάσημοι για τα 8 Φλάμπουρα των Μαντσού, ένα πρωτοποριακό σύστημα στρατιωτικής ιεράρχησης και πολιτικής οργάνωσης, το οποίο μπορεί για κάποιον ελλειπτικό λόγο να εξηγεί και γιατί οι ματζουριανές είναι 8 καντάρια γκάβλες. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο δέρμα και κυρίως στο πρόσωπο όσων ζούνε σε εξαιρετικά μολυσμένες περιοχές και οι οποίες συχνά εμφανίζουν ακμή στη φάτσα ενώ έχει προ πολλού παρέλθει η εφηβεία τους, αλλά όσες έχουνε πορσελάνινο πρόσωπο πιάνουν έξτρα πόντους και τους προσθέτουν σε αυτούς που κερδίζουν από το ύψος τους και την κοφτή προφορά τους, που δεν έχει τα λαρυγγικά ρο του νότου. Ξαναπιάνω τον ειρμό μου και προσθέτω ότι και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας οι Τσινγκ κάνανε επίσημες περιοδείες στα βορειοανατολικά με απαραίτητη στάση στο ΣενΓιανγκ, μέχρι που ο Σουν ΓιατΣεν κύρηξε την πρώτη κινέζικη δημοκρατία και μέχρι που μπούκαραν οι γιαπωνέζοι και γαμήθηκε το σύμπαν.


Το μουσείο της 18 Σεπτέμβρη του 1931 θυμίζει τη γιαπωνέζικη εισβολή που ξεκίνησε από το ΣενΓιανγκ. Οι κατακτητές επικαλέστηκαν γενικευμένη αταξία που ξεκίνησε με δική τους προβοκατόρικη ενέργεια: ο στρατάρχης Τζανγκ ΤζουοΛί, ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής των τριών βορειοανατολικών επαρχιών και του συνόρου με την Μογγολία, σκοτώθηκε όταν οι γιαπωνέζοι ανατίναξαν τμήμα του Νότιου Ματζουριανού Σιδηροδρόμου. Ο Τζανγκ ΤζουοΛί είχε 6 γυναίκες και πολλούς γιούς και κόρες, αλλά διάδοχός του έγινε ο Τζανγκ ΣουεΛιάνγκ, μια μυστήρια και εμβληματική μορφή, ένας ειρηνιστής που έγινε στρατηγός σε καιρό πολέμου, ένας διανοούμενος πατριώτης ο οποίος προσπάθησε να φέρει σε συμφωνία την Κουομιντάνγκ και τους Κομμουνιστές μπροστά στον κίνδυνο που διέτρεχε η χώρα του. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του Επεισοδίου της ΣιΑν, δηλαδή της απαγωγής του Τσιανγκ ΚάιΣεκ από μια ομάδα στρατηγών που τον ανάγκασαν να υπογράψει συνθήκη ανακωχής με τους κομμουνιστές το 1936. Ο Τζανγκ ΣουεΛιάνγκ πέθανε ημιεξόριστος στη Χαβάη στα 100 του χρόνια το 2001, έχοντας πληρώσει βαριά την καχυποψία και του Μάο στην ηπειρωτική Κίνα και του Στρατάρχη Τσιανγκ στην Ταιβάν.


Οι Ιάπωνες ακολούθησαν, αν και σε κάπως μικρότερη κλίμακα την ταχτική που τελειοποίησε η μονάδα 731 στο ΠινγκΦάν, έξω από το Χαρμπίν, δηλαδή βιολογικό και χημικό πόλεμο με αμάχους για πειραματόζωα, γενικευμένη τρομοκρατία του πληθυσμού, ασταμάτητη προπαγάνδα και ψυχολογικό πόλεμο. Αν και οι πρωτεργάτες αυτών των εγκλημάτων αμνηστεύτηκαν αργότερα, προκειμένου να δώσουν τα πορίσματα των «ερευνών» τους στους αμερικάνους, που τα χρησιμοποίησαν χωρίς δεύτερη σκέψη στον πόλεμο της Κορέας, ήταν οι ίδιοι που χρόνια αργότερα επέστρεψαν και βοήθησαν τους κινέζους να ξεθάψουν τα πτώματα και τις εγκαταστάσεις που προσπάθησαν να εξαφανίσουν υποχωρώντας. Οι κινέζοι τα παίρνουν πολύ στα σοβαρά αυτά τα πράματα και δεν καταλαβαίνουν από λεπτότητες. Στο μουσείο βρίσκει κανείς πάμπολλους σκελετούς όπως ξεθάφτηκαν. Σε μια προθήκη στον τοίχο, χωρίς ούτε καν τζάμι μπροστά, έχουν εκθέσει δυο σκελετούς δεμένους με αλυσσίδα στα πόδια, ένα αντρόγυνο που δολοφονήθηκε δεμένο. Διακρίνονται οι τρύπες στο κρανίο από τις σφαίρες.




Η ΣιΤαΤζιε διασχίζει την κορεάτικη συνοικία, που είναι τίγκα στα ύποπτα μασατζίδικα και καραόκε και γεμάτη κλινικές για πλαστικές επεμβάσεις. Οι κορεάτισσες έχουνε μια δίχως προηγούμενο εμμονή που εγγύτητα βρίσκει μόνο σε καμμένους ποπ σταρς της δεκαετίας του 80 να κάνουνε διορθωτικές επεμβάσεις. Και ενώ κάποιος καλοπροαίρετα αθώος, όπως εγώ καλή ώρα, θα νόμιζε ότι τη μερίδα του λέοντος παίρνουν οι φουσκοβύζικες επεμβάσεις, η πραγματικότητα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία αφορά βλεφαροπλαστικές. Είναι μεγάλος ο κόσμος μας και παράξενος και για μένα συμβολίζεται με ένα κορεάτικο ζεν μπαρ, όπου μαζί με τη χάινεκεν σου φέρνουν κάτι ψητές μαρίδες για σνακ. Ή ίσως όλα τα περίεργα φιούζιον πιάτα που έφαγα χριστουγεννιάτικα, ντιμ σαμ, καφτερά λαχανικά, παρέα με πίτσες και μπριζόλες. Ή το ξεκοίλιασμα που έριξα στο λόμπυ του τρέιντερς χοτέλ, μασουλώντας σούσι, κοτόπουλο και σούπες με τζίντζερ. Ήμουνα κρυωμένος, συντηρούσα την εγρήγορσή μου μπλέκοντας ασπιρίνες και μυκοσολβάν, έπινα χυμούς κοκκινίζοντας από ντροπή και δεν είχε πιάσει καν κρύο. Στους μείον εφτά μέτραγε για ματζουριανό καλοκαίρι. Τη μέρα που έφυγα χιόνισε άγρια. Μετά, ο υδράργυρος πήρε να χαμηλώνει και να κάνει νυχτιάτικα πίπα στο θερμόμετρο στους μείον 18.



Ο καθεδρικός ναός του ΝανΓκουάν χωρά χίλιους πιστούς και τελεί τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία στα μανδαρίνικα, σύμφωνα με το καθολικό τυπικό. Είναι λίγο σουρρεαλιστικό το gloria in excelsis deo στα κινέζικα και μια κίτρινη καλόγρια με κοιτά βρώμικα όταν βγάζω την κάμερα να πάρω φωτογραφίες. Έξω από το εξομολογητήρι, που μάλλον λέγεται κάπως αλλιώς αλλά δεν τα πάω καλά με την εκκλησιαστική ορολογία, η ουρά μακραίνει. Μια γυναίκα ανεβαίνει στον άμβωνα και παίρνει να διαβάζει κάποιον προφήτη. Οι κινέζοι μουρμουρίζουν. Βγαίνω, κοιτάζω τα γοτθικά τόξα του ναού, το κακόγουστο στολισμένο δέντρο στον περίβολο και φεύγω.



Το οικονομικό μουσείο ήταν γερμανική τράπεζα μια φορά και έναν καιρό, αλλά τώρα αφηγείται την ιστορία όλων των τραπεζών του ΝτονγκΜπέι και ένας φύλακας φουσκώνει από περηφάνεια λέγοντάς μου ότι ο πελώριος μπρούτζινος ταύρος στο λόμπυ είναι ακριβέστατη κόπια αυτού που υπάρχει στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Περιφέρομαι στα δωμάτια με τα εκθέματα και από κάποια παράθυρα βλέπω το σπίτι του Τζανγκ ΣουεΛιανγκ, από κάποια άλλα την Απαγορευμένη Πόλη, κι όλες αυτές οι δόξες και οι πόλεμοι και οι θάνατοι σα να έχουνε συμπυκνωθεί σε αναμνηστικά κέρματα, όπου ιστορικές φιγούρες χαιρετάνε καλόβολα το πλήθος, πατρικά, γεμάτες σοφία, καταδεχομένες τα χειροκροτήματα ενός ολόκληρου λαού που γεμίζει ευγνομοσύνη για κάτι που έγινε, για κάτι που ίσως σήμαινε κάτι, αλλά ξεχάστηκε η ουσία του και έμεινε μόνο η χειρονομία, σαν τη σημαία ενός έθνους που εξαλείφθηκε.


Ένα επιχείρημα κατά

της γραμμικής εξέλιξης της ιστορίας είναι η φωτογράφηση της Πάμελα Άντερσον στο playboy αυτού του μήνα. Ουσιαστικά, με μεταφέρει 15 χρόνια πίσω, σε καταστάσεις προ ιντερνετικής πορνογραφίας, στα πρώτα ξυρισμένα μουνιά της δεκαετίας του 90, στη σιλικονάτη αισιοδοξία της δύσης μετά το θρίαμβό της στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι τα βυζιά που θα έγλυφε ο Γκόρντον Γκέκο στο Γουόλστρητ, το τραπεζάκι που θα έκοβε την κόκα του. Είναι ρετρό και αυτοαναφορική η φωτογράφηση και με κάνει να απορώ που έντυπα όπως το playboy συνεχίζουν να υπάρχουν, ενώ έχουνε ξοφλήσει ιστορικά, ένεκα η τελεολογία της εξέλιξης των ερωτικών ηθών και τα τέτοια.
Κάτι η δικτυακή άνοδος της ερασιτεχνικής πορνογραφίας, κάτι η ποικιλία του στυλ "καμποτζιανή νοικοκυρά τεντωμένη σε μπαμπού", και κυρίως λόγω της υπερέκθεσης ειδώλων όπως η Πάμελα, η φωτογράφιση αυτή χάνει τον ερωτικό της χαρακτήρα και γίνεται ακαδημαϊκή, ασφαλής και ουσιαστικά αχρείαστη. Πρέπει να σκαλίσω φιλότιμα τη μνήμη μου, για να ανεβάσω μια πραγματικά ερωτική εικόνα με την πάμελα, κι όταν λέω ερωτική εννοώ που θα έκανε έναν έφηβο να πάει να την παίξει στο νιπτήρα όσο πιο σύντομα γίνεται. Πρέπει να γυρίσω ακόμα και σε προ μπέηγουοτς εποχές.
Παντρεμένοι με Παιδιά. Ο Αλ και η Πέγκυ έχουνε τσακωθεί και η Πάμελα, παντελώς άγνωστη τότε, έχει αράξει στο κρεβάτι του Αλ φορώντας ένα μπέιμπι ντολ. Ο Αλ δυσφορεί, η Πέγκυ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα φέρνοντας ένα ποτήρι νερό και λέει στην Πάμελα "διψάει συχνά στη μέση της νύχτας". Κονσέρβα χειροκροτήματα, θρίαμβος για την Πέγκυ, η Πάμελα χάνει το παιγνίδι. Αλλά το μπέιμπι ντολ στοιχειώνει. Ακόμα και στην προσιλικονάτη περίοδο.
Είναι τρομερό. Αλλά ίσως να είμαι αυστηρός. Ίσως κάπου στη μέση της μογγολικής στέπας, στον εξωιντερνετικό κόσμο, ένας έφηβος ανακάλυψε φωτογραφίες της Μαντόνα από το 1987 και μόλις την έπαιξε.